Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Παραμύθι - Ο κακός Μανέστρος και ο Πασατέμπος

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς α-συμπτωματική)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ορχήστρα η οποία είχε πέσει στα χέρια ενός πολύ κακού μαέστρου και της μπαγκέτας του. Του διαβόητου Μανέστρου Κριθαράκη. Τι μαέστρος δηλαδή και ποια μπαγκέτα; Όσο μαέστρος μπορεί να είναι κάποιος επειδή του αρέσει να τρώει γαλλικές μπαγκέτες από το φούρνο της γειτονιάς.

Ο Μανέστρος Κριθαράκης είχε πάρει με μέσο μια θέση στον κρατικό μηχανισμό της πολιτείας και με τα χρόνια είχε ανελιχθεί, ώσπου βρέθηκε να διεκδικεί θέση διευθυντού. Καταγόταν άλλωστε από μεγάλο «τζάκι» και είχε ανατραφεί με την ιδέα του να διοικεί και να προστάζει. Όταν χήρεψε η θέση του διευθυντή της ορχήστρας της πολιτείας, επικαλούμενος το λίγο πιανάκι που έπαιζε και με τα δυο του χέρια, η αλήθεια είναι, και τα λίγα γαλλικά, εξ ου και λάτρευε τις γαλλικές μπαγκέτες, έβαλε λυτούς και δεμένους να πάρει τη χηρεύσασα καρέκλα.

Όμως τι κι αν πιστεύει κανείς ότι κατάγεται από βασιλική γενιά, τι κι αν έχει γαλουχηθεί να νοιώθει ανώτερος για να διοικεί, τι κι αν παίζει λίγο πιανάκι με τα δύο χέρια και να τραυλίζει και λίγα γαλλικά, και να έχει και κάποιους δίσκους όπερας και κάποια κοντσέρτα με τον Ρουμπινστάιν στη δισκοθήκη του; Το να είναι κάποιος διευθυντής μιας εταιρείας παραγωγής τσιπς ή ακόμα και μικροτσίπς είναι πράγμα τελείως διαφορετικό από το να είναι διευθυντής μιας Συμφωνικής Ορχήστρας.

Πήρε λοιπόν κακήν κακώς την περίοπτη θέση του διευθυντού και έκατσε στην καρέκλα από την οποία κατέβαινε μόνο για να ανέβει στο πόντιουμ. Το πρώτο πράγμα που έκανε ως διευθυντής ήταν να αγοράσει ένα υπέρλαμπρο πιάνο με ουρά, το οποίο αντί να το εγκαταστήσει στην αίθουσα δοκιμών της ορχήστρας, έδωσε εντολή να μεταφερθεί στο σαλόνι του διευθυντικού μεγάρου. Νόμιζε ότι εξελίχθηκε κι άλλο με αυτό το νέο του απόκτημα. Όπως δηλαδή το όρθιο, κοινό και αδιάφορο πιάνο που εξελίχθηκε σε υπέρλαμπρο πιάνο με ουρά. Στη πραγματικότητα όμως είχε γυρίσει το χρόνο ανάποδα και από όρθιος άνθρωπος, όπως όρθιος είναι κάθε άνθρωπος που δεν έχει εμπλακεί στην άσκηση εξουσίας, μετατράπηκε σε άνθρωπο με ουρά. Σε άνθρωπο των σπηλαίων που δε δίσταζε συχνά πυκνά να βγάζει την ουρά του απ’ έξω όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με δύσκολες καταστάσεις.

Στην τελευταία συναυλία του Μανέστρου Κριθαράκη ως διευθυντή της ορχήστρας, που ήταν συγχρόνως και η πρώτη της θερινής περιόδου, σε μια πολυσύχναστη πλατεία, τα παρατράγουδα ήταν πολλά. Παρόλο που είχε φάει μπόλικη μανέστρα κριθαράκι και μια ολόκληρη γαλλική μπαγκέτα, δεν παρέλειψε να καταβροχθίσει και ένα πλήθος παύσεων, με αποτέλεσμα τα μουσικά όργανα να παίζουν για αρκετή ώρα ότι τους κατεβάζει η γκλάβα τους. Ο Μανέστρος Κριθαράκης ανακάτευε τον αέρα με το ξυλάκι του σαν μίξερ και ίδρωνε και ξεΐδρωνε ξεφυλλίζοντας την παρτιτούρα για να καταλάβει που βρισκόντουσαν. Μια παρτιτούρα που δεν ήταν τίποτε δυσκολότερο από απλές διασκευές τραγουδιών.

Από τα μέλη της ορχήστρας οι μισοί δεν τον κοιτούσαν καν για να μην μπερδεύονται, ενώ οι άλλοι μισοί τον κοιτούσαν για να γελάνε. Υπήρχε και μια μικρή μερίδα που βαριόντουσαν και δε έβλεπαν την ώρα να κάνει ένα νόημα το πρώτο βιολί, ο περίφημος Βιολίνος Κονσερτίνος, να καταλήξουν σε μια συγχορδία και να πάνε σπίτια τους. Όπερ και εγένετο. Μόλις ο Μανέστρος Κριθαράκης κατάλαβε ότι κατέληξαν όλοι μαζί αναίμακτα και χωρίς τραυματίες, έκανε και μια φαντασμαγορική κίνηση μεγαλειώδους κλεισίματος για να λάβει το θερμό χειροκρότημά του.

Αντί χειροκροτήματος όμως, έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, η οποία είχε ειδοποιηθεί, ένας Θεός ξέρει από ποιον, και έσπευσε να κάνει συλλήψεις για διατάραξη κοινής ησυχίας.

-Μα δεν είναι ώρα κοινής ησυχίας. Για τι πράγμα μιλάτε, ρώτησε ο Βιολίνος Κονσερτίνος τους εκπροσώπους της τάξης.

-Ναι έχετε δίκιο. Εμείς ξέρετε είμαστε η Μουσική Αστυνομία και στην πραγματικότητα ειδοποιηθήκαμε να επιληφθούμε για την εκτέλεση.

-Μα φυσικά και είναι εκτέλεση η μουσική πράξη με την έννοια της ερμηνείας, απάντησε ο Βιολίνος Κονσερτίνος προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Αυτή είναι η δουλειά μας και το λειτούργημά μας, να εκτελούμε και να ερμηνεύουμε τη μουσική, ξαναείπε με στόμφο και με το σθένος του μοναδικού ίσως που είχε προσπαθήσει εκείνη τη βραδιά στο να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα, καθώς εκτός από το παίξιμο μοιραία επωμιζόταν με την ευθύνη να σώζει την ορχήστρα από τον ανίκανο καπετάνιο.

-Ναι αλλά εσείς απόψε δεν εκτελέσατε με την έννοια της ερμηνείας αλλά εκτελέσατε κανονικότατα και εν ψυχρώ. Βαριόσασταν, γελούσατε και χασμουριόσασταν. Για να μη σας πω ότι ακόμα και σε αυτές τις απλούστατες διασκευές από γνωστά τραγούδια αλλάξατε τα φώτα και τα πετρέλαια μαζί.

-Μα…

-Δεν έχει μα και ξεμά. Είμαστε αναγκασμένοι να προβούμε σε συλλήψεις και θα παραπεμφθείτε σε δίκη. Καλό θα ήταν να εκλέξετε μια αντιπροσωπεία για να μην πάμε στο τμήμα όλοι μαζί μπούγιο και συρφετός.

Ο Βιολίνος Κονσερτίνος κάλεσε τους εκλεγμένους εκπροσώπους της ορχήστρας για να τους ενημερώσει για τις απρόοπτες εξελίξεις καθώς ο Μανέστρος Κριθαράκης είχε βγάλει, ως συνήθως, την ουρά του απ’ έξω. Το πλοίο βούλιαζε και ο καπετάνιος το εγκατέλειψε πρώτος. Κι έτσι έμειναν οι πολλοί να πληρώσουν τη νύφη, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις.

Η ορχήστρα είχε εκλεγμένη τριμελή αντιπροσωπεία να την εκπροσωπεί σε τέτοιες περιπτώσεις. Ένα μέλος από κάθε ομάδα των εγχόρδων, των πνευστών και των κρουστών.

Από την ομάδα των εγχόρδων είχε εκλεγεί ο κορυφαίος από τα κοντραμπάσα. Ήταν ο κύριος Χοντρομπάσος Οκταβιανός και είχε πάρει αυτό το όνομα επειδή ήταν περήφανος για τη χοντρή φωνή του, αφού μπορούσε να παίζει και να ακούγεται μία οκτάβα χαμηλότερα από την περιοχή που ήταν γραμμένες οι νότες του μέσα στο πεντάγραμμο. Είχε υπερτερήσει στις εκλογές με μόλις μία ψήφο διαφορά έναντι της βιόλας, της όμορφης Βιολέτας Ντιμπράτσο και με δύο ψήφους έναντι της Τσελαδούρας Νταγκάμπα. Η πρώτη μειοψηφήσασα είχε λάβει αυτό το όνομα γιατί αν και βαθύφωνη δεν παιζόταν σε όρθια θέση όπως το βιολοντσέλο της κοντέσας Τσελαδούρας ανάμεσα στις γάμπες, αλλά πλαγιαστή στο μπράτσο. Είχε προτιμηθεί τελικά η βαθιά και σοφή φωνή του Χοντρομπάσου Οκταβιανού, έστω και με μικρή διαφορά, καθώς τα βιολιά εκπροσωπούνταν, ήθελαν δε ήθελαν, από το πρώτο βιολί, τον Βιολίνο Κονσερτίνο.

Από την ομάδα των πνευστών ο εκπρόσωπος που είχε εκλεγεί ήταν από την κατηγορία των χάλκινων και συγκεκριμένα τις τρομπέτες, ο επονομαζόμενος κύριος Τρόμπας Καραμούζας. Καμία σχέση με τους αδελφούς Καραμάζωφ, φυσικά. Εκεί κι αν είχε γίνει πραγματική μάχη για το ποιος θα επικρατήσει στην εκλογή. Τελικά μάλλον τα μικρά μειονεκτήματα των υπολοίπων του έδωσαν τη νίκη και όχι τα προτερήματά του. Για παράδειγμα δεν θα ήταν σωστό να εκπροσωπούνται τα πνευστά από το φλάουτο, από ένα ξύλινο πνευστό δηλαδή που είναι φτιαγμένο από μέταλλο. Ούτε από το αγγλικό κόρνο αφού κατά βάθος δεν ήταν ούτε αγγλικό ούτε κόρνο, παρά είχε λάβει το όνομά του «cor anglais» από το χαρακτηριστικό του να έχει ράμφος με γωνία. Το κλαρινέτο απορρίφθηκε μονομιάς γιατί δεν έκανε βιμπράτο και το κόρνο εκτός του ότι έτρωγε συνέχεια ποπ κορν, ηχούσε ξύλινα ενώ ήταν χάλκινο. Τέλος το φαγκότο γιατί κοκκίνιζε εύκολα, το τρομπόνι γιατί τον απασχολούσαν μονίμως τα υδραυλικά του και η τούμπα γιατί ήταν ΠΑΟΚτζης και έκανε συνεχώς πολιτικές κωλοτούμπες.

Ο τρίτος και φαρμακερός εκπρόσωπος από την ομάδα των κρουστών ήταν ο κύριος Βαν Γκογκ. Είχε κουφαθεί από το ένα αφτί από την ένταση του ήχου του γκονγκ, του οργάνου στο οποίο ήταν βιρτουόζος και επειδή του άρεσε πολύ να ζωγραφίζει στις ώρες των ατελείωτων παύσεων για να σκοτώσει τον χρόνο του, είχε λάβει το όνομα του μεγάλου ζωγράφου. Τουλάχιστον ο χρόνος του δεν πήγαινε αδικοσκοτωμένος. Εδώ οι μνηστήρες ήταν και πάλι πολλοί. Το τύμπανο, η γκραν κάσα, η καμπάνα, το ξυλόφωνο. Ο καθένας είχε κι ένα σοβαρό λόγο να υπερτερήσει. Τα τύμπανα γιατί πάνω τους βασιζόταν ο ρυθμός της ορχήστρας και έπαιζε και καθορισμένες νότες. Η γκραν κάσα για τη δύναμη. Η καμπάνα για την εξαγγελτική της λάμψη αλλά και για το ότι ήταν σε θέση να παίξει και απλές μελωδίες. Το ξυλόφωνο για την ευελιξία του και όχι για τον ξύλινο λόγο του. Προτιμήθηκε όμως τελικά, σωστά ο κύριος Βαν Γκογκ, λόγω του ότι είχε ένα αφτί και άρα ότι θα του έλεγαν οι συνάδελφοι του δεν θα έμπαινε από το ένα αφτί και θα έβγαινε από το άλλο.

Οι τρεις εκπρόσωποι παρουσιάστηκαν την επόμενη μέρα στη δίκη. Μόλις μπήκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου και κάθισαν στο εδώλιο, αντίκρυσαν την τελετουργία με τους δικαστές οι οποίοι βγήκαν στη σκηνή σαν αρτίστες με συγκεκριμένο κώδικα ενδυμασίας. Αμέσως θυμήθηκαν τη δική τους τελετουργία, των πάλαι ποτέ καλών εποχών, όταν έβγαιναν στη σκηνή και τους χειροκροτούσε το κοινό προκαταβολικά. Τότε που είχαν έναν κανονικό διευθυντή έναν εμπνευσμένο αρχιμουσικό και μαέστρο. Τους δικαστές βέβαια δεν τους χειροκροτούν όπως την ορχήστρα. Αντίστοιχα όμως, όλο το ακροατήριο σηκώνεται όρθιο εις ένδειξη σεβασμού.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παρατήρησαν ότι οι δικαστές είχαν μια αλληλεπίδραση με το κοινό και προσπαθούσαν να κρίνουν για να αποδώσουν δικαιοσύνη. Αντίθετα εκείνοι ως μουσικοί αλληλοεπιδρούσαν με τον κόσμο αλλά ο κόσμος ήταν αυτός που θα έκρινε το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής τους πράξης. Και φαίνεται πως τελευταία όντως δεν τα πήγαιναν καλά, χωρίς να είναι δικό τους το φταίξιμο, αλλά να που αυτοί την πλήρωναν τώρα όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις.

Το δικαστήριο, με συνοπτικές διαδικασίες, τους έκρινε ένοχους για εν ψυχρώ εκτέλεση σε δημόσια θέα και προσβολή δημοσίας αιδού. Κι επειδή ο σκοπός του δικαστηρίου εκείνης της πολιτείας δεν ήταν να τιμωρεί τους επέβαλε και τη θεραπεία.

-Θα πάτε να αναζητήσετε τον μαέστρο Πασατέμπο. Φαντάζομαι αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει το όνομά του.

-Φυσικά είναι τα σποράκια που τρώμε για να περάσουμε την ώρα μας, είπε ο Χοντρομπάσος Οκταβιανός που δεν κατάλαβε πως η ερώτηση ήταν ρητορική και δεν έχρηζε απάντησης.

-Όχι βέβαια! Τέμπο όπως ξέρετε είναι ο ρυθμός.

-Αα! Άρα είναι ο πασάς του ρυθμού!

Το ακροατήριο έσκασε στα γέλια. Ο δικαστής χτύπησε το σφυράκι του στην έδρα για να επαναφέρει την τάξη, όπως ακριβώς χτυπάει ένας μαέστρος την μπαγκέτα του στο αναλόγιο για να ετοιμαστούν να ξεκινήσουν.

-Όχι δεν είναι ο πασάς του ρυθμού, ούτε η πάσα που κάνουμε με την μπάλα. Αν το όνομα το μεταφράζαμε από τα ιταλικά σημαίνει περνάει ο ρυθμός. Βέβαια στη γλώσσα μας σημαίνει ο κάθε ρυθμός και άρα αυτό είναι σπουδαίο για τη δική σας εργασία. Επιπλέον ο μαέστρος Πασατέμπος έχει εξαιρετική ακοή, παρόλο που οι γονείς του ήταν κωφάλαλοι. Το γεγονός αυτό τον βοήθησε να μάθει από μικρός άπταιστα την υπέροχη νοηματική γλώσσα των κωφών που κάνουν κουνώντας τα χέρια τους για να επικοινωνήσουν. Είναι εμπνευσμένος άνθρωπος. Σίγουρα θα μπορούσε να βοηθήσει. Όσο για τον τέως, θα βγει μια απόφαση που θα τον εξοστρακίσει από τα μουσικά πράγματα της πολιτείας.

Αυτή ήταν η ετυμηγορία και η ποινή που επέβαλαν οι δικαστές. Μια και δυο, οι εκπρόσωποι της ορχήστρας έφυγαν καθησυχασμένοι και ανυπόμονοι να δοκιμάσουν τη θεραπεία που τους πρότεινε το δικαστήριο. Ενημέρωσαν τον Βιολίνο Κονσερτίνο και μια ωραία πρωία χτύπησαν την πόρτα του μαέστρου Πασατέμπου στο ρυθμό της 5ης συμφωνίας του Μπετόβεν.

Μια σεβάσμια μορφή μισάνοιξε την πόρτα. Στάθηκε για λίγο αναγνωριστικά και ζύγισε με το διαπεραστικό του βλέμμα τους αναπάντεχους επισκέπτες. Από τα απελπισμένα βλέμματα των εκπροσώπων της ορχήστρας και τη στάση του σώματος τους, που ήταν φανερό ότι εκλιπαρούσαν για βοήθεια, κατάλαβε, και άνοιξε τελικώς την πόρτα του μικρού σπιτιού του διάπλατα.

-Μαέστρο…, πήρε το θάρρος ο Βιολίνος Κονσερτίνος μα δεν πρόλαβε να αποσώσει καθώς με μια ήπια κίνηση του δεξιού χεριού ο μαέστρος Πασατέμπος οδήγησε τον Βιολίνο Κονσερτίνο σε ένα γρήγορο diminuendo al niente[1].

-Καθίστε βολευτείτε, τους είπε και τους πέρασε στο μικρό, πλην όμως, ζεστό και όμορφο λίβινγκ ρουμ.

Τα μέλη της αντιπροσωπίας της συμφωνικής, για τον ελάχιστο χρόνο που ο μαέστρος Πασατέμπος εξαφανίστηκε στην κουζίνα και προτού επιστρέψει με ένα δίσκο κεράσματα, καφέδες και βουτήματα, παρατηρούσαν το χώρο. Μπορεί το σπίτι να ήταν μικρό, λιτό κι απέριττο, ήταν όμως πολύ καλόγουστο με πνεύμα υψηλής αισθητικής. Ένα όρθιο πιάνο με ενσωματωμένα κηροπήγια κοσμούσε τον ένα τοίχο του  λίβινγκ ρουμ απέναντι ακριβώς από τον καναπέ που κάθονταν. Επάνω στο πιάνο υπήρχε η γνωστή προτομή του Μπετόβεν από τη μια και η δαφνοστεφανωμένη προτομή του Διονύσιου Σολωμού από την άλλη. Στο κέντρο υπήρχε ένας παλαιός ξύλινος μετρονόμος σε μορφή μακρόστενης ισοσκελούς πυραμίδας. Το σκαμπό του πιάνου ήταν κι αυτό παλαιάς κατασκευής και ήταν περιστρεφόμενο για να αυξομειώνεται το ύψος του. Στους τοίχους αριστερά και δεξιά ήταν δυο πανέμορφες βιβλιοθήκες από καρυδιά οι οποίες ήταν γεμάτες με βιβλία, παρτιτούρες και δίσκους βινυλίων. Στο κέντρο της μιας απ’ αυτές ήταν εγκατεστημένο ένα υπέροχο πικάπ και ένας λαμπάτος ενισχυτής. Τα δύο τεράστια ηχεία είχαν τοποθετηθεί εκατέρωθεν των δύο πλευρών του πιάνου, ώστε να έχουν πλήρη ακουστικότητα όσοι θα κάθονταν στον απέναντι καναπέ και που τώρα κάθονταν οι αντιπρόσωποι της ορχήστρας και κοιτούσαν τριγύρω σαν χάνοι. Την άλλη βιβλιοθήκη κοσμούσε ένα αντίγραφο του αρπιστή της Κέρου, ενώ στον τοίχο πάνω από τον καναπέ ξεχώριζε ο πίνακας του Ιακωβίδη με την παιδική συναυλία. Μόλις ο μαέστρος επέστρεψε και σέρβιρε ευγενικά τους φιλοξενούμενους, τους έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση και ξεκίνησε αυτός να μιλάει αποδεικνύοντας ότι με το οξύ του βλέμμα τα είχε καταλάβει όλα.

-Δέχομαι με τους εξής όρους: Δεν θα ξαναπαίξουμε σε πλατείες παρά μόνο σε χώρους κατάλληλα διαμορφωμένους για συναυλίες. Θα υπάρχει πάντοτε ένα υποτυπώδες εισιτήριο. Αυτό θα σας κρατεί και εσάς και εμένα σε επιφυλακή για να έχουμε άρτιο αποτέλεσμα. Επίσης αυτό θα δεσμεύει το κοινό να προσέλθει οικειοθελώς να παρακολουθήσει και όχι να το αναγκάζουμε να ακούσει την ώρα που πίνει τον καφέ του. Τα έσοδα θα τα διαχειρίζεστε εσείς για τις μικροανάγκες της ορχήστρας. Η συναυλία είναι μια μυσταγωγία που ο ακροατής πρέπει να έρθει προετοιμασμένος να καθίσει για δύο ώρες στη σιωπή για να ακούει. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα: δεν θα ξαναπαίξουμε ελαφρύ ρεπερτόριο παρά μόνο τα αριστουργήματα των μεγάλων δημιουργών, τα έργα δηλαδή που γράφτηκαν για μια συμφωνική ορχήστρα, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην πορεία των αιώνων.

Οι εκπρόσωποι δεν χρειάστηκε να συμφωνήσουν με τα αυτονόητα. Γεύτηκαν τον πιο νόστιμο καφέ της ζωής τους και τα πιο ιδιαίτερα βουτήματα και έφυγαν ευτυχισμένοι και καθησυχασμένοι.

Από την πρώτη κιόλας πρόβα, με το που σήκωσε τα χέρια του ο μαέστρος Πασατέμπος να δώσει την πρώτη ατάκα μαγεύτηκαν απ’ τον ήχο τους. Δεν πίστευαν στα αφτιά τους ότι μπορούσε ποτέ η ορχήστρα τους να ηχεί με αυτό τον τρόπο. Οι ίδιοι άνθρωποι με τα ίδια όργανα και όμως η μαγεία που τους προσέφερε η παρουσία αυτού του εμπνευσμένου ανθρώπου, αναμίγνυε τους ήχους τους με τέτοιο μοναδικό τρόπο που φάνταζε πρωτόγνωρο. Η προσωπικότητα του μαέστρου Πασατέμπου δεν απαιτούσε τον σεβασμό αλλά τον κέρδιζε, με την ευγένεια που απέπνεε και τις γνώσεις του που μοιραζόταν αφειδώς με τους μουσικούς. Πάντοτε είχε ένα καλό λόγο να πει και πάντοτε με χαμόγελο τους προέτρεπε να μελετήσουν τα δυσκολότερα περάσματα, όχι από φόβο μην τους τιμωρήσει, αλλά εις ένδειξη ευγνωμοσύνης στους μεγάλους δημιουργούς που τα έγραψαν. Ακόμα και όταν θύμωνε, θύμωνε με τον εαυτό του, που δεν είχε ίσως καταφέρει να φανεί αντάξιος του έργου το οποίο διηύθυνε. Τους μιλούσε αρκετά πριν από κάθε έργο που ετοίμαζαν και αναδείκνυε με αυτόν τον τρόπο το μεγαλείο του κάθε αριστουργήματος.

Στην πρώτη συναυλία με αρχιμουσικό τον μαέστρο Πασατέμπο ερμήνευσαν το Όνειρο Θερινής Νύχτας του Μέντελσον σε ένα αρχαίο θέατρο σε σχήμα αχιβάδας. Ταίριαζε γάντι στην περίσταση καθώς βρίσκονταν πια στα μέσα της θερινής περιόδου. Η παράσταση δεν μπορούσε παρά να πάει περίφημα αφού στην πρώτη πρόβα τους είχε μιλήσει με συναίσθημα για τον Μέντελσον και το έργο.

Ο κόσμος σιγά σιγά επέστρεψε και άρχισε να τους επευφημεί και να τους χειροκροτεί καθώς η ορχήστρα υπό την σωστή καθοδήγηση άρχισε ξανά να ερμηνεύει τη μουσική και όχι να την εκτελεί.

Όσο για τον Μανέστρο Κριθαράκη και τις  μπαγκέτες του, μετά τον εξοστρακισμό του και την απαγόρευση της ενεργούς ενασχόλησης του με τη μουσική, όπως του επιβλήθηκε από το δικαστήριο, έμεινε για πάντα στην εξορία, κάνοντας άλλες δουλειές του ποδαριού για βιοπορισμό. Το περίλαμπρο πιάνο με ουρά μεταφέρθηκε από τη σάλα του πάλαι ποτέ διευθυντικού μεγάρου, στην αίθουσα δοκιμών της ορχήστρας και απολάμβανε πια κι αυτό τις περιποιήσεις ενός εξαίρετου χορδιστή και τις ερμηνείες των εκλεκτών πιανιστών που προσκαλούσε ο μαέστρος Πασατέμπος να συμπράξουν με την ορχήστρα.



[1] Ιταλική μουσική ορολογία που σημαίνει σταδιακή μείωση της έντασης του ήχου μέχρι να μην ακούγεται τίποτα.