Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Λουκούμι Συριανό


Στην όμορφη Ερμούπολη, πρωτεύουσα της Σύρας

Όπου εφηύρε ο Ερμής το όργανο της λύρας

Καθώς ακούγεται η πουρού του πλοίου που μπαρκάρει

Ακούς τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη

Από προβλήτα ταρσανά και ναυπηγείου σκάλα

Στο θέατρο «Απόλλωνα» σαν του Μιλάνου Σκάλα

Κι απ’ την ορθόδοξη εκκλησιά με τ’ αψηλό ρολόγι

Μέχρι και την καθολική, capella κάποιου Δόγη

Τόπος που γέννησε ποιητές  Ροΐδη, Ρίτα Μπούμη

Φημίζεται για το έδεσμα το Συριανό λουκούμι

 


Ο μερακλής λουκουματζής μες σε καζάνι φτιάχνει

Και πασπαλίζει έπειτα με ζάχαρη την άχνη

Το αρωμάτισε αρχικά με έλαια απ’ την Πόλη

Μαστίχα, τριαντάφυλλο, κίτρο που αρέσει σ’ όλοι

Και δοκιμάζει το, καυτό να δει αν λαστιχώνει

Με τα δυο ακροδάχτυλα το μείγμα σαν κορώνει

Γι’ αυτό και ο λουκουματζής (α)ποτύπωμα δεν έχει

Έχει μονάχα πρόσωπο γι’ αυτό και το προσέχει

 


Με τον καφέ είν’ ταιριαστό και με ρακί ή μπράντυ

Σερμπέτι πίσω απ’ το φαΐ που του ταιριάζει γάντι

Στον ουρανίσκο σαν κολλά την αίσθηση λιγώνει

Τη σιέστα του μεσημεριού γλυκά ολοκληρώνει

Ιδανικότερο γλυκό όποια εποχή και να ‘ναι

Σαν συνοδεία του νερού πάντοτε το κερνάνε

 

Είν’ η μοναδική φορά που κάποιο έργο θείο

Ανθρώπου δημιούργημα του δίνει μεγαλείο

Πόσες φορές δε φάγαμε καρπούς από τη φύση

Και βρήκαμε τη γεύση τους με λουκουμιού να ‘ναι ίση

 


Λάμπουνε σαν ηλεκτρικές μπουκίτσες μες στη γυάλα

Ρόδινες, πράσινες, χρυσές, φωτίζουνε τη σάλα

Μα αν ξεχασμένο για καιρό μέρα πάνω στη μέρα

Στο ράφι μείνει ανέγγιχτο μέσα στη φοντανιέρα

Έτσι και ξερολούκουμο δεν είναι τόσο χάλια

Αν σού 'λειψε η ζάχαρη σου τρέχουνε τα σάλια

 


Κάθε φορά που πέρασμα τη Σύρα ‘χουν τα Φέρρυ

Πάνω ανεβαίνει ο πωλητής λουκούμια να προσφέρει

Με την λευκή του την ποδιά και το έδεσμά του δαύτο

Που είν’ γιατροσόφι της ψυχής, πάει τα φαρμάκια κάτω




Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Αλέξανδρος και Γοργόνα


Α. 
(ο Πέτρος)

Μία φορά κι έναν καιρό ζούσ’ ένα παλικάρι
Βοσκόπουλο πανέμορφο με δύναμη και χάρη
Κατοίκα πάνω στα βουνά μακριά από τσ’ αθρώποι
Ο κόσμος όλος ήτονε γι’ αυτό οι βοσκοτόποι
Λαλιά δεν είχε να μιλεί ούτε να δώνει γνώρος
Τα ζωντανά του ήτονε ότι κι αν είχε όρος
Κι ένα σουραύλι που ‘παιζε για της καρδιάς τα πάθη
Και το φυσούσε με πνοή απ’ του είναι του τα βάθη
Γυναίκα δεν το θέλησε μάνα δεν το φροντίζει
Μέσα στο κάμπο καλαμιά αέρας τη θερίζει
Τις Κυριακές ξυρίζονταν κι ήσαζε το μουστάκι
Τα σκολιανά του φόραγε με το καλό σακάκι
Στην πολιτεία πάαινε στο καφενείο πέρνα
Κι όλους τους φίλους και γνωστούς απλόχερα τσι κέρνα
Βαφτιστικά τον γράφανε πάππου προς πάππο Πέτρο
Μα όσοι τον εξέρανε τον εφωνάζαν Δέντρο
Γιατί είχε μπράτσα και καρπούς και σώμα κυπαρίσσι
Που με τ’ αμίλητο νερό το πότισε μια βρύση
Τα ζα συχνά τα πάαινε στης θάλασσας το κύμα
Εβρίσκανε να βόσκουνε και χόρταιναν την πείνα
Ευτός αστέρια μάζωνε και βότσαλα πλανήτες
Άγρια χόρτα του αγρού αλλά και αμανίτες
Τού ‘ρεσε τ’ ανεκάτωμα που η φύση η ίδια κάνει
‘Οταν φωλιά μείνει αδειανή σαν ο ένοικος πεθάνει
Και στέλνει μες στη θάλασσα του σάλιακα τη σπείρα
Καθώς βροντούν οι ουρανοί και γίνεται πλημμύρα
Και μπαίνει μέσα ο κάβουρας σαν μια μικρή χελώνα
Στην πλάτη του το κουβαλεί θέρος μα και χειμώνα
Ήτονε όμως μια βραδιά σαν έβγαιν’ η Σελήνη
Που ‘δε ‘να θάμα αλλόκοτο σκέτη παραφροσύνη:
Μία πεντάμορφη κιουρά απ’ τον αφρό ανεδύθη
Είχε ουρά του δελφινιού, όψη σαν Αφροδίτη
Ήτονε η πρώτη του βολά που ‘θελε να μιλούσε
Να διηγηθεί την ομορφιά της κόρης που θωρρούσε:

Β.
(η διήγηση) 

Δεν ήταν Μέδουσα, Νηρηίς μα ήτον’ η Γοργόνα
Του Μεγαλέξανδρου αδερφή της θάλασσας μαντόνα
Που ‘πιε τ’ αθάνατο νερό για γάλα μητρικό της 
Για να γενεί του πέλαγου η τρομερή  θεότης
Στον Πόντο εκεί τον Εύξεινο, στη Θάλασσα τη Μαύρη 
Γυρνοβολάει μοναχή τον αδερφό της να ‘βρει
Γιατί είν’ εκεί το σύνορο, εκεί το σταυροδρόμι
Που Δύσης και Ανατολής τους κόσμους τους ενώνει
Πολλές φορές κατέβαινε στον Βόσπορο πιο κάτω 
Εις την Κωνσταντινούπολη γυρεύοντας μαντάτο 
Εκεί πηγαίναν κι έρχονταν θίασοι και μπουλούκια
Και το αφτί της έστηνε να μάθει μουστουλούκια
Γιατ’ ήτονε μητρόπολη και κέντρο εμπορίου
Του μεταξιού διαδρομή μα και του λιναρίου
Κι είχε και την Α(γ)ιά Σοφκιά το μέγα μοναστήρι
Που έχει τρούλο κρεμαστό, ουράνιο σημαντήρι.
Συχνά την κόμη έλουζε πέρα στην Προποντίδα
Στου Ελλησπόντου τα στενά την έπλεκε κοτσίδα
Το χνώτο της ευώδιαζε μαστίχα κι άγριο δυόσμο
Μόνο στη Χίο έβρισκε κι ας γύρνα όλο τον κόσμο
Στης Ίμβρου και της Τένεδου τα πλάτη και τα μήκη
Κολύμπα(γ)ε και κάτεχ’ η καρδιά της πού ανήκει
Σαν έβρισκε πλεούμενο στο Νείλο να ‘χει ρότα
Το ‘πιανε απ’ την πλώρη του, τους ναυτικούς αρώτα
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, αν ζει, αν συναντήσαν
Εκεί εις τα ταξίδια τους στον κόσμο που γυρίσαν
Αν απαντούσαν «πέθανε» και πως ποτέ δεν είδα(ν)
Σήκωνε μία θύελλα και μία καταιγίδα
Που το σκαρί στροβίλιζε μια πάνω και μια κάτω
Και μ’ όλο του το πλήρωμα επάαινε στον πάτο
Όμως το κόρπο οι ναυτικοί μάθαν για να γλιτώνουν
Και λέασι τζη ψώμματα για να επιβιώνουν
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος πως ζει και βασιλεύγει
Με του σπαθιού τη δύναμη τον κόσμο κυριεύγει
Όμως ευτά τα ψώμματα ήτονε η αλήθεια
Σαν ‘κείνα που διαβάζουμε μέσα στα παραμύθια:

Γ. 
(από τα παραμύθια του Μεγάλου Αλεξάνδρου)

Μυαλό πήρε του Φίλιππου, Ολυμπιάδας σώμα
Τον Βουκεφάλα δάμασε αμούστακος ακόμα
Επρόσεξε πως το φαρί τον ίσκιο του εδούλια
Γι’ αυτό σαν το πλησίαζες τίναζε τα καπούλια
Ήτονε η αντίδραση εκείνη του αλόγου
Πέρα ως πέρα φυσική και όχι άνευ λόγου
Στον ήλιο έστρεψε λοιπόν του ζώου το κεφάλι 
Αμέσως (ε)υτό ηρέμησε, παράτησε την πάλη
Μετ’ απ’ αυτό το σκηνικό, το ημέρωμα του ίππου
Διάδοχο τον λόγιασαν, Αλέξανδρος Φιλίππου
Κι ο Φίλιππος: «Παιδί μου βρες βασίλειο να σ’ αρέσει
Τούτ’ η πατρίδα είν’ μικρή εσένα να χωρέσει».
Αριστοτέλη δάσκαλο φέρανε στο κοπέλι
Που ‘χε στο βλέμμα θάλασσες, που ‘χε στο βλέμμα μέλι
Το’ να του μάτι ο Σείριος*, το άλλο του ο Βέγας*
Τυχαία δεν τον είπανε Αλέξανδρος ο Μέγας
Γιατί κατείχε δύναμη κι ένα μυαλό ξυράφι
Κακό απ’ άνδρα να μη βρει σε φθονερό συνάφι
Κόμπος ποτέ δεν στάθηκε για κείνονε εμπόδιο 
Με το σπαθί τού ξέμπλεξε και τον Δεσμό τον Γόρδιο
Στον Γρανικό τον ποταμό στους Πέρσες εναντίον
«Αλέξανδρος κι οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»
Είπανε πως εσκότωσε φίδι κατηραμένο 
Δράκο που πέταε φωθιά ‘π’ το στόμα τ’ ανοιγμένο
Τ’ Άη Δημήτρη ανάστημα, τ’ Άη Γιωργιού αντρεία
Ξεπέρασε και έλαβε κι αγάπη και λατρεία.
Τον Διογένη κυνικό, στης Κόρινθου τα μέρη
Επήγε και συνάντησε δίχως κανείς να ξέρει
Μες σε πιθάρι ξάπλωνε, μέρος προστατευμένο
Αφού δεν εύρισκε άνθρωπο με τον φανό αναμμένο 
Του είπε ο βασιλιάς: γι’ αυτόν θα έκανε τα πάντα 
Με κυνισμό τ’ απάντησε: να μεταβεί στην μπάντα
Γιατί προκάλεσ’ έκλειψη Ηλίου στο πιθάρι
Έτσι καθώς τον σκίαζε σαν να ‘ταν το φεγγάρι
Γι’ αυτό μια ανύποπτη στιγμή τα χρόνια σαν περάσαν 
Κι ίδρυσε Αλεξάνδρειες κι οι κτίσεις τον χορτάσαν
Στη νίκη στα Γαυγάμηλα, στα βάθη της Ασίας
Κι ερώτηση του κάνανε μεγάλης σημασίας:
«Αν δεν ήσου Αλέξανδρος τι θα ‘θελες να γένεις;»
Εκείνος αποκρίθηκε: «Να ‘μου ο Διογένης».
Στην εκστρατεία νυμφεύθηκε την όμορφη Ρωξάνη
Πού ‘χε μυαλό και ομορφιά, κανένας νους δε βάνει 
Μα η αγάπη του η κρυφή ήταν ο Ηφαιστίων
Γι’ αυτό και όταν πέθανε του έχτισε μνημείον
Μα όταν θα πέθαινε ευτός ‘πιθύμα μ’ άδεια χέρια
Να τον επεριφέρουνε ώσπου να βγουν τ’ αστέρια
Για να δηλώσει πως σ’ αυτή τη σύντομη τη ζήση
Φεύγουμε όπως ακριβώς μας είχανε γεννήσει.

Δ. 
(η φυγή του Δέντρου)

Σαν που τον γέννα η μάνα του ο νιος δίχως ιμάτια
Έστεκε μπρος τη θάλασσα σκιάζοντας τα μάτια
Στη στάση την αρχέγονη σαν να τη χαιρετάει
Ή πέρα στον ορίζοντα που κάτι προσδοκάει 
Σαν τον λαφιάτη του βουνού όταν κατηφορίζει
Και πάει στην άκρη του γυαλού όπου το κύμα αφρίζει
Να σμίξει με τη σμεναριά το φίδι της θαλάσσης
Κι αναστατώνοντ’ οι ορμές των ζωντανών της πλάσης 
Παρόμοια ήθελε ο βοσκός να σμίξει τη Γοργόνα
Σε σάρκα μια να ενωθεί να κυλιστεί στο χώμα
Της είχε δει πολλές φορές και τον γυμνό της ώμο
Καθώς κολύμπα στης νυχτιάς τον ασημένιο δρόμο
Και φύσαε το σουραύλι του και του κριού το κέρας
Να τον ακούσουν μακριά μέχρι της γης το πέρας
Πως τη Γοργόνα αποζητά κι από αγάπη λιώνει
Τις νύχτες κλαίει μην τον δουν και κρυφομαραζώνει
Κείνη τη μέρα μήνυμα έλαβε η Γοργόνα
Και μ’ ενός βούκινου βοή του μαρτυρά κρυψώνα
Κι έσμιξ’ ο ήχος της στεριάς με κείνον του κυμάτου
Σ’ ένα σκοπό ερωτικό του παραπονεμάτου
Και σμίξανε οι μουσικές βουνού και της θαλάσσης
Καθώς κορμιά που σμίγουνε στου έρωτα τις στάσεις
Κι όπως το φίδι γδύνεται απ’ το πουκάμισο του
Κι αφήνει αποτύπωμα από το σούρσιμό του
Έτσι εβρέθ’ ένα πρωί η φορεσά του νέου
Γιατί είν’ ο έρως θάνατος του δυνατού κι ωραίου
Την είχε αφήσει τακτικά απάνω εις την άμμο
Και το σουραύλι στης καρδιάς το μέρος από πάνω


*(λέγεται πως ο Αλέξανδρος είχε το ένα μάτι γαλάζιο και τ' άλλο καστανό)

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Θεμιστοκλής στη Νάξο



 Α.


Στον Βίο του Θεμιστοκλή διάβασα για το κλέος

Υπό Κορνήλιου Νέπωτος Λατίνου συγγραφέως 


Επιφανής πολιτικός και γιος του Νεοκλέως

Ναύαρχος χαρισματικός που ‘χε μυαλό βεβαίως


Θησαύρισμα στιγμών ζωής των ημερών του έργα

Το πώς έστρεψε πάνω του ο Ευρυβιάδης βέργα


Που «πάταξον» του είπε «μεν», τ’ επίπεδο κρατώντας

Κι απέκειω πάλι «άκουσον» ψύχραιμος πάντα όντας


Όταν σηκώθηκε ψηλά ραβδί τ’ Ευρυβιάδη

Θα ‘στελνε τον Θεμιστοκλή γραμμή κάτω στον Άδη


Όμως κατείχε σύνεση και τέτοια σωφροσύνη

Κατεύνασε τα πνεύματα. Κι έριξ’ ιδέα ‘κείνη:


«Να στείλουν αντιπρόσωπο τον Σίκινο στον Ξέρξη

Καμώνοντας τους Πέρσες πως επιθυμεί να στέρξει»


Τον Σίκινο που ήτανε παιδαγωγός νηπίου

Και ήξερε να εξηγεί τους λόγους κάθ’ αιτίου


Πως θα υποχωρήσουνε προς τον Ισθμό ελέχθη

Την είδηση ο βασιλιάς ο Πέρσης καλοδέχθη


Έτσι ο Ξέρξης τσίμπησε στο κόρπο που του στήνα

Καταποντίσθη στα στενά εκεί στη Σαλαμίνα


Απ’ το Αιγάλεω έφυγε με την ουρά στα σκέλια

Αφού τους Πέρσες κρέμασαν στων καραβιών τα ρέλια


Και την Αθήνα έσωσαν τα «ξύλινα τα τείχη»

Ό,τι ειπώθη στον χρησμό δεν ήτανε στην τύχη


Χρησμό Μαντείου των Δελφών που ‘δωσε η Πυθία

Και δεν καλοκατάλαβαν πως «τείχη» ειν’ τα πλοία


Τους Μήδους κι αν ρεζίλεψε στη μάχη Σαλαμίνος

Ο Δήμος εξοστράκισε λες κι ήταν κάποιο κτήνος


Εκείνον που τον ψήφισαν με περισσή αβρότη

Στη σύνεση ως δεύτερο κι όλοι οι άλλοι πρώτοι


Άρα ο πρώτος ήτονε κι αυτό δεν ήταν λί(γ)ο

Ούτε πως δεν είν’ άπατρις όσο πατεί σε πλοίο


Τον άνδρα όπου άλλαξε τον ρου της ιστορίας

Τον στέλνουν μ’ εξοστρακισμό στη γη της εξορίας


Κι αν αναγκάσθη να διαβεί πέρα στην Ιωνία 

Εγλίτωσε στην Έφεσο απ’ τη συκοφαντία


Κρυφά μπαρκάρησε λοιπόν ινκόγκνιτο στ’ αμπάρι

Με ναύλο εμπορικό, κανείς δεν ήπηρε  χαμπάρι


Εις το ταξίδι του αυτό σταμάτησε στη Νάξο

Και τούτο τον μισό τον πλου θέλω να περιγράψω


Γιατί αυτή η διαδρομή, εκείνη η πορεία

Κρύβει σχεδόν ολάκερη ελληνική ιστορία


Τους μύθους μα και τους θεούς, την τραγωδία, το έπος

Πράγμα που δεν εμπόρεσε να αναπτύξει ο Νέπως



***

Β.


Αφετηρία είχανε το Δέλτα του Φαλήρου

Τοποθεσία μαγική συνειδητού κι ονείρου


Την Αίγινα περάσανε, την Αθηνά Αφαία

Που ‘ναι γεμάτη φιστικιές και χρώματα ωραία


Διέπλευσαν Σαρωνικό μέχρι να πεις αλεύρι

Κι ο ναύαρχος ηρέμησε κανείς να μην τον εύρη


Κοιτώντας εις το Σούνιο, Ναό του Ποσειδώνα

Σαν λύρα του Ορφέα μια χορδ’ η κάθα κολώνα


Ανεθυμήθη το πανί το μαύρο που κοντεύει

Νύχτα π’ απλώνει όταν πια ο ήλιος βασιλεύει


Ήταν σ’ ευτή τη θάλασσα που έδυσ’ ο Αιγέας

Στη θέα σκότους του μυαλού που είχε ο Θησέας


Γιατί πώς ήταν δυνατόν τόσες ημέρες πλεύση

Να μην το δούν πως αψηλά μαύρο πανί είχαν δέσει


Όταν εσκότωσε στυγνά σαν μαχητής τον Ταύρο

Θριαμβευτής αναχωρείς με το πανί σου μαύρο;


Της Αριάδνης στοργικά της βάσταγε το χέρι

Όταν στην Κρήτη δέθηκαν με μίτο να ‘ναι ταίρι


Ίσως με το ξελόγιασμα ο ήρως ν’ αφαιρέθη

Εμέθυσε με έρωτα μυαλό ε(γ)ίνη ντέφι 


Ίντα λοής εκάμασι στην κάμαρι του πλοίου

Τα μάτια τους εβγάνασι μεσούντος του Ηλίου


Κανείς δεν πρόσεξε πανί μαύρο να το καλάρει

Να τ’ αντικαταστήσουνε μ’ ένα λευκό φεγγάρι


Δεν ήταν σαν του Οιδιπόδα της τύφλωσης ο λόγος

Ούτε ωσάν του Όμηρου ο της Ελένης ψόγος


Ήταν που όλοι έχουμε μίαν Αχίλλειο πτέρνα

Μέσα στο θώρακα χτυπά βαθιά κάτω απ’ το δέρμα


Που αν τ’ Έρωτα κατάστηθα για Χάρου εύρει βόλι

Ανεξαιρέτως την καρδιά σού κάνουν περιβόλι


Όλες ευτές οι αναποδιές που ήρθαν στον Αιγέα

Εσπρώξασι τον βασιλιά στην πράξη τη μοιραία


Αιγαίο είπαν το πέλαγος το ανεμοδαρμένο

Οι θάλασσες βαπτίζονται πάντα απ’ τον πνιγμένο


(Θυμήσου Ίκαρο αετό, Φρίξου αδερφή την Έλλη

Του Ερμή τον γιο τον Μύρτιλο με τα ωραία μέλη)


Οι γλάροι τους συνόδευαν με του σκαριού τη φόρα

Και που και που ξαπόσταιναν στου δειλινού την ώρα


Αφήσαν πίσω Αττική, τ’ ασήμια του Λαυρίου

Της Δήλου αποθεματικό συμμαχικού ταμείου


Που στην Αθήνα έφερε εις τον Χρυσούν Αιώνα

Ο Περικλής τα τάλαντα χτίζοντας Παρθενώνα


Το Μακρονήσι έπειτα, τον κόλπο της Ευβοίας

Κι άνοιξ’ ο Αίολος τσ’ ασκοί, τσι κεραυνοί ο Δίας


Τα κύματα τους τύλιξαν ωσάν φτερούγες κύκνου

Καθώς περνούσαν απ’ τη Τζια και τα Θερμιά της Κύθνου


Εκεί π’ ανάβλυζε η γης ζεστά νερά, ιαμάτι-

κες οι πηγές τ’ Ασκληπιού μα και του Ιπποκράτη


Λίγο πιο πέρα διέκριναν τρίγωνο ορθογώνιο

Εις τον αφρό υποτείνουσα, γωνιές μοιρογνωμόνιο



Του Πυθαγόρα διδαχή, θεώρημα Ευκλείδη

Θαλή από τη Μίλητο και τέχνη Αρχιμήδη


Ο χάρτης έγραφε σαφώς πως το καλούν Πιπέρι

Ευτό ας ήτονε μικρό ήπρεπε να το ξέρει


Κάποτ’ εκόπασ’ ο βοριάς πλέοντας δρόμο ίσιο

Στης Γυάρου την απανεμιά εισήλθαν και τον ίσκιο


Ορτσάραν στα ιστία τους ως και τον φλόκο βίρα

Ξυστά περάσαν’ έπειτα απ’ του Ερμή τη Σύρα


Ήπρεπε να ‘χει κοντιν’ ο θεός το ορμητήριο

Στης Κέρου τη νεκρόπολη Μάκαρων κοιμητήριο


Την Πάρο αφήσανε δεξά, με πέτρες Συμπληγάδες

Που έχει ύφαλους πολλούς του κύματος κορφάδες



Μνημείο Αργοναυτικής μεγάλης εκστρατείας

Ιάσονα κατόρθωμα και φόνοι της Μηδείας


Μετά απ’ ‘κείνους τους αφρούς, (ψαλίδια τους καλούνε

Οι παλαιοί θαλασσινοί αν πλοία ναυαγούνε


Θωρείς τα ξάρτια σαν σταυροί από σκαριά πνιγμένα

Όπως πατώνουνε στη γη σώματα πεθαμένα


Σαν μπήγουνε ένα σταυρό απάνω από τη γη του

Όλα του τα υπάρχοντα ασπίδα και σπαθί του


Πυξίδα έχει το «ή ταν ή επί τας» στον βίο

Ουχί να γίνει ρίψασπις στης μάχης το πεδίο)


Γύρισε πλώρα το πανί στης Νάξου τον λιμένα

Δήμητρας εύφορο νησί, του Βάκχου του ποιμένα


Νησί ‘ναι μα’ χει τα βουνά τιμή του και καμάρι

Του Δία είν’ το πι’ αψηλό, του Πάνα και του Άρη


Έχει και βίγλες και ακτές δαντελοκεντημένες

Μάρμαρα άσπιλου λευκού και πέτρες λαξευμένες


Μια Πόρτα στέκει ορθάνοιχτη, πύλη που ‘ναι μυστήριο

Έμβαση του Απόλλωνα σαν έρχεται απ’ το Σείριο


Έχ’ αετοί περήφανοι όπου πετούν στα νέφη

Συχνά φωλιάζουν στις σπηλιές όταν τους κάνει κέφι


Ψοφίμια τρώνε βρώμικα τους τόπους καθαρίζουν

Κανείς δεν τσ’ είδε από κοντά μα όλοι το γνωρίζουν


Μα όταν φτάσαν στην ακτή εις τα λουτρά σιμώσαν

Της Αριάδνης τα νερά την όραση θαμπώσαν


Γιατ’ είχε λούσει μέσα τους τα μακριά μαλλιά της

Που άφησε την αύρα της κι όλη την εμορφιά της


Στο τέλος εθαυμάσανε του Λύγδαμη τα κάστρα

Πλουμίδια το εστόλιζαν σαν τ’ ουρανού τα άστρα


Σέλας Ηλίου κάτεχε και μια μεγαλοσύνη

Φάσεις πολλές του φεγγαριού μα και ταπεινοσύνη


Του σπλάχνου αυτού τη δαγκαμιά που την πληγ’ επουλώνει

Σαν κλέβει Προμηθεϊκά το φως και μας το δώνει


Του Αυγερινού καθάριο φως και του Αποσπερίτη

Την απερίγραπτη ομορφιά πού ‘χεν η Αφροδίτη


***

Γ.


Όμως για τύχη του κακή, πλοία των Αθηναίων 

Είχαν αράξει στο νησί παράπλευρα στο ακταίον


Ελλιμενίσθηκαν εντός μακριού κυματοθραύστου

Που ελάττωνε τη μάνητα κύματος αδαμάστου 



Ήτονε ευτός μαρμάρινος ατόφιας λευκότης

Της θάλασσας εταίριαξε λες κι ήτονε αφρός της


Έμοιαζε κύμα ακύμαντο ως μουσική γραμμένη

Κι η θάλασσα αεικίνητη χιλιοτραγουδισμένη


Γιατί είχε το νησί πολύ μάρμαρο και ρετάλι

Που τον προβλήτα στήσανε μες στο βορ(ι)νό κανάλι 


Απόφαση ο Θεμιστοκλής ταυτότητας του ελήφθη

Στον κύρη μπρος του καραβιού εντέλει αποκαλύφθη


Ζήτησε ν’ ανεμίσουνε στης άγκυρας καδένα

Με μία λέμβο στην ακτή να φέρουνε το δέμα


Γιατί αν τον αντάμωναν οι σύμμαχοι της Δήλου

Θα τον εθανατώνανε με περισσεία ζήλου


Ο καπετάνιος δέχθηκε κι είχε τιμή μεγάλη

πράξη να κάνει του Θεμι-στοκλή το παρακάλι 


Και σαν φθάσαν στην Έφεσσο και στα χρυσά τον λούσα(ν)

Δεν τον εξέχασε κι ευτόν και γέμισε τον λούσα


Τελειώνοντας, δεν έδωσε βοήθεια τ’ Αρταξέρξη

Ενάντια στα φύλα του με την πλευρά του Πέρση


Προτίμησ’ ο Θεμιστοκλής που είχαν εξορίσει

Να μην προδώσει τσ’ Έλληνες και να αυτοκτονήσει


Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Ίκαρος


Μια ιστορία θα σας πω για ένα νιο σπουδαίο

Ένα λεβέντη αετό στην τόλμη του μοιραίο

Που κόντεψε με τσι θεοί κι ευτός να γίνει ίσος

Όταν ενέβηκε ψηλά εις των νεφών το ύψος

Όμως πριν φτάσουμε εκεί θα πάμε απ’ την Κρήτη

Με τα φαράγγια, τις ακτές και με τον Ψηλορείτη

Τόπος που μεγαλούργησε ο Γκρέκο κι ο Κορνάρος

Κι ο Καζαντζάκης που ‘πρεπε μεγάλο να ‘χε θάρρος.

Πέτρας και πνεύματος κορφές σε όλους φέρνει ζάλη

Κι όταν οι λύρες τραγουδούν χορεύγουν πεντοζάλι.

Ας πιάσουμε απ’ την αρχή της άκρης το κουβάρι

Και ας πλέξουμε με υπομονή του μύθου τη δαντέλα

Όπως θα έκανε η γιαγιά 

Είχε για κύρη της τρανό τον Μίνωα ετότες

Σ’ έναν λαμπρό πολιτισμό Κνωσσού, Φαιστού αλλότες

Μα όλα αρχίζουν ξαφνικά στο παραμύθι δαύτο

Όταν του βασιλιά κακό του έφεραν μαντάτο

Ποιος τον αντίκρυσε μετά και δεν τον εφοβήθη

Που η γυναίκα του εμπρός σε άσπρο ταύρο εγδύθη

Γιατί η βασίλισσα κρύφα κέρατα του φορούσε

Κι από ‘να ταύρο θεϊκό τώρα κοιλοπονούσε

Και όπως ήταν φυσικό από μια τέτοια ζεύξη

Τερατογένεσις φρικτή επήλθε πριν καν φέξει

Ζωή εδόθη σε άνθρωπο που ‘χε βοδιού κεφάλι

Μινώταυρο τον είπανε, του βασιλιά ‘ρθε ζάλη

Πρόσταξ’ ευθύς τον Δαίδαλο έγερση λαβυρίνθου

Να ‘χει τα τείχη του αψηλά σαν κάστρο της Τιρύνθου.

Είχε ο Δαίδαλος μαζί, τον Ίκαρο, στην Κρήτη

Όταν εθεμελίωσε του τέρατος την κρύπτη

Κι ήτονε έργο άριστο, γερό και δαιδαλώδες

Που δεν εμπόρειες αν το δεις να κάμεις πως δεν το δες

Κι ήτονε έργο θαυμαστό, αρχιτεκτονημάτω

Που αν ήμπαινες δεν ήβγαινες που να χτυπιόσου κάτω

Είχε προβλέψει ο Δαίδαλος για κάποιες καταστάσεις

Κρυφή οδό διαφυγής γι’ ανάγκης αποδράσεις

Που δεν την εμαρτύρησε μήτε στην Αριάγνη

Μόνου της είπε με κλωστή τη μοίρα της να αδράχνει.

Όμως εφυλακίσθηκαν κι ο γιος, και ο πατέρας

Μέσα εις τον λαβύρινθο παρέα με το τέρας

Το τέρας που το γέννησε κρυφά η Πασιφάη

Και που του φέρναν ζωντανές κοπέλες να τις φάει

Τον Δαίδαλο υπέδειξαν ως πέτρα ενός σκανδάλου

Γιατί είπαν πως εμπλέκεται στον θάνατο του Τάλου

Του ταλαντούχου ανεψού και έργου θεαρέστου

Όπως κι εκείνος ήτονε θετό παιδί του Ηφαίστου.

Μα ο πρωτομάστορας ευτός φτερά για πρώτη πτήση

Εταίριαξε κολλώντας με κερί από μελίσσι

Για να πετάξουνε εύκολα απάνω από τα νέφη

Συνεπαρμένοι και οι δυο στης λευτεριάς τη μέθη.

Έτσι λοιπόν εφύγανε κι ενέβησαν στα όρη

Ψηλά στα Όρη τα Λευκά κανείς που δεν τσι θώρρει

Ο νιος διά την πτήση του τη σκούφια του πετούσε

Όσο στους ώμους τα φτερά ο Δαίδαλος κολλούσε

Τον Ίκαρο συμβούλευε πολύ ψηλά μην πάει

Ούτε κοντά στα κύματα στης θάλασσας τα χάη

Γιατί θα λιώσει το κερί στη ζέστα του Ηλίου

Και θα βαρύνουν τα φτερά σαν άγκυρες του πλοίου.

Η θέα που αντίκρυσαν ίαμα κάθε άλγους

Του απέραντου και γαλανού, του Κρητικού πελάγους

Που ο Ίκαρος τον κίνδυνο της πράξης δεν ελόγα

Μόνου πετούσε ένδοξα και κρυφομονολόγα

«Για δες που ε(γ)ίνημα θεοί σαν τον Ερμή πετούμε

Και πάμε από τον Όλυμπο για να προσγειωθούμε

Μάνα μου ε(γ)ίνηκα θεός και λίγο παραπάνω

Ενώ ήμου για θάνατο ποτές δεν θα πεθάνω»

Φυσούσε Όστρια του νοτιά ένα γλυκό μπουρίνι

Κι ούτε που το κατάλαβαν πως φθάσαν Σαντορίνη

Κι αφού επέρασαν γοργά ηφαίστειο και Θήρα

Τη Νιο του Όμηρου νησί και του Ερμή τη Σύρα

Την Αμοργό, τη Σίκινο, τη Σίφνο, τη Σχοινούσα 

Ανάφη, Αστυπάλαια, Φολέγανδρο, Δονούσα

Εμείναν και θαυμάσανε του Ηρακλή τη νήσο, 

Του ήρωα που έσπασε τ’ ομοίωμά του το ίσο

-Κατασκευή του Δαίδαλου το άγαλμα το δόλιο-

Την Κέρο με τον αρπιστή, το θαυμαστό ειδώλιο

Απ’ άκρη σ’ άκρη ολόκληρη την στρογγυλή Κυκλάδα

Μια αγκαλιά κυκλάμινα στου Αιγαίου την κοιλάδα.

Μα όταν επεράσανε τις Νήσους των Μακάρων

Τόπος, κατά τον Πλάτωνα, της πύλης των ταρτάρων

Την Νάξο με τον Αζαλά την Πόρτα τη Διονύσια

Την Πάρο, την Αντίπαρο, τα δυο τα Κουφονήσια

Κι όταν εκαβατζώσανε την πονεμένη Γυάρο

Τη Δήλο του Απόλλωνα της Ικαριάς τον φάρο

Του Δαίδαλου τις συμβουλές κι αν άκουσε δεν πείσθη 

Κι έτσι σ’ αυτές τις θάλασσες ο Ίκαρος ποντίσθη.


Αισχύλος


Αισχύλου Ευφορίονως θέλω να τραγουδήσω
Το άδοξο το τέλος του και να τ’ ανιστορήσω
(Ε)υτουνού που ήθελε γραφτεί στου μνήματος κολώνα
Γενναία πως πολέμησε στη Μάχη Μαραθώνα
Κι όχι του πνεύματος κορφές, όχι καρδιάς τα πάθη
Και πως τα εξερεύνησε στης τραγωδίας τα βάθη

«Επτά επί Θήβας», «Πέρσες» μα και «Προμηθεύ Δεσμώτη»
Μες στην «Ορέστεια» έκλεισε όλη την ανθρωπότη
Για Ευριπίδη, Σοφοκλή σπουδή κάλλους απείρου
Μα και του Γκαίτε διδαχή όπως και του Σαιξπήρου
«Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει»,
«Τη γλώσσα βόδι μου πατά», που τη μιλιά έχει κλείσει
Στίχος που αν κατανοείς τον νου σου συνεφέρει
Κι είν’ του Αισχύλου και οι δυο (και όχι του Σεφέρη)

Όμως το τέλος του ανδρός με το υψηλό το ήθος 
Φαντάζει τόσο απρόβλεπτο όπως Αισώπου μύθος
Γιατί ήταν η κακιά στιγμή που ‘κανε τον Αισχύλο
Ν’ αφήσει τη στερνή πνοή στ’ αμπέλι σαν τον σκύλο

Ένας αϊτός καθότανε ψηλά σε μια κοτρώνα
Κι αντίκρυσε τη λεία του, λαγό και μια χελώνα
Μες στο μυαλό του ζύγιασε για πούθε να τραβήξει
Κι εν τέλει του γοργού λαγού χαρίστηκε να ζήσει
Το πρόβλημα που του ‘μενε να λύσει: «πώς θα βγάλει 
απ’ το καβούκι το ψαχνό και όχι το κεφάλι»
Γι’ αυτό τ’ όστρακο γράπωσε με τα γαμψά του πόδια
Κι από ψηλά τ’ αμόλησε στα μαρμαρένια αλώνια

Στο μεταξύ ο Ποιητής στη φύση περπατούσε
Του Βάκχου και τ’ Απόλλωνα τα ήθη κοινωνούσε
Γι’ αυτό ενός άγριου αετού μάζεψε το φτερό του
Να γρατζουνίζει τις χορδές κι όχι τον πάπυρό του
Ήθελε το λαγούτο του με το φτερό ν’ αρπίζει
Στίχους του «Αγαμέμνονα» να σιγοτραγουδίζει
Κι όπως εσυλλογίζονταν χαϊδεύοντας το γένι
Κανένας δεν επρόβλεπε τι έμελλε να γένει
Πάνω εις το δοξαπατρί εδέχθη μια χελώνα
Κι ήταν το χτύπημα ταχύ τόσο που δεν επόνα
Απ’ την πληγή ξεχύθηκε αίμα που κάνει τράφο
Του Χάροντ’ η λαβωματιά τον έστειλε στον τάφο
Το τέλος μοιάζει τραγικό, δράμα που ο νους δε βάνει
Και κωμωδία ταυτόχρονα έργο τ’ Αριστοφάνη

Σαν από μηχανής θεός ο Ερμής του Πραξιτέλη
Πλήρωσε για τον Ποιητή του Αχέροντα τα τέλη
Κι όσο θρηνούσε που μισό το έργο του θ’ αφήσει
Ο ταχυδρόμος ο Ερμής έκανε να ρωτήσει:
«Εσύ που κοκορεύγουσου για Μαραθώνια άλση
Πίστευγες πως οι άνθρωποι κι από χελώνα πάσι;»
«Λες να ‘χε δίκιο τελικά ο νέος της Σιδώνος
Για την αξία του έργου σου που δεν σε πήρε ο πόνος;»

Ο Ερμής συνέλεξε μετά το καύκαλο απ’ τη χέλυ
Χορδές της πέρασε, γλυκά να τραγουδεί σαν μέλι
Τη στόλισε με κέρατα έντερα ν’ αναρτούνται
Με δέρματα το έντυσε στον ήχο να δονούνται
Κι έφτιαξε με τα όργανα ζώων νεκρών τη Λύρα
Και η ψυχή του Ποιητή της όρισε τη μοίρα 


*(Το στιχούργημα ξεκινά όπως το γνωστό επίγραμμα του Αισχύλου το οποίο φημολογείται πως ήθελε να γραφτεί στο μνήμα του: «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος» και σημαίνει «Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα· για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά».
Ότι εμφανίζεται σε εισαγωγικά μέσα στο στιχούργημα αποτελεί είτε τίτλο τραγωδίας του Αισχύλου, είτε στίχο από τραγωδία, είτε οι σκέψεις του αετού ή τα λόγια του Ερμή. Σε ότι αφορά τα λόγια αυτά, ο νέος της Σιδώνος παραπέμπει στο γνωστό ποίημα του Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος» και αφορά στο παραπάνω επίγραμμα: 
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον», το «Mαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·
«Α δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες
Δώσε - κηρύττω - στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό -
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας - και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.»
Τέλος, αφού έχουν αξιοποιηθεί στοιχεία της δημοτικής στιχουργίας καθώς και στοιχεία μεταγενέστερης εποχής, ως σχήματα πρωθύστερα, όπως το «δοξαπατρί» και το «λαγούτο», η εισαγωγή του από μηχανής θεού, σημαντικό στοιχείο της Αττικής Τραγωδίας, εξυπηρετεί στο να συζεύξουμε τον μύθο του θανάτου του Αισχύλου με τον μύθο της κατασκευής της Λύρας).

Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

Η μυθολογία των αστερισμών

Στην παρακάτω δημοσίευση εξιστορούνται με έμμετρο τρόπο οι μύθοι γύρω από τους αστερισμούς. Σε κάθε μία από τις έμμετρες αυτές εξιστορήσεις αναφέρονται και εμπλέκονται πολύ περισσότεροι αστερισμοί από αυτούς που αναφέρει ο τίτλος. Γι' αυτό οι εν λόγω αστερισμοί έχουν τονιστεί με πιο έντονη γραμματοσειρά για να γίνουν διακριτοί όπως και κάποια άλλα σημαντικά ουράνια σώματα. Η μοναδική αφήγηση που δεν έχει τίτλο αστερισμού είναι η τελευταία η οποία μιλάει για τον Αμέρικο Βεσπούτσι στον οποίο χρεώνεται η ανακάλυψη του Σταυρού του Νότου και των Α και Β του Κενταύρου. 







Βόρειος Στέφανος

Βορείου Στεφάνου αστερισμός του Ήφαιστου καμάρι

χρυσοελατοποίκιλτος με το μαργαριτάρι 

Στην Αριάδνη εδώρισε ο Βάκχος μιαν ημέρα

Όταν σε γάμο γύρεψ’ ο θεός τη θυγατέρα

 Εν τέλει τη νυμφεύθηκε στης Νάξου τα παλάτια

Που τά ‘δερναν τα κύματα και τρώγαν τα αλάτια


Φερμένη ήρθε σε σκαρί με μαύρη τη μαΐστρα

Αυτή του Μίνωα παιδί, στο χέρι η κουβαρίστρα

Στη νήσο την παράτησε ο βασιλιάς Θησέας

Κι έφυγε νύχτα μην τον δει κι επνίγη ο Αιγέας

 

Η τελετή εγίνη με παπά και με κουμπάρο

Κι εκδρομή γαμήλια σχεδιάζαν στην Πάρο

Μετά τον γάμο η Αγνή τ’ άνθη δισκοβολάει

Ως είθισται κι όποια τα βρει ώρα καλή αρχινάει

Μα ‘κείνο εκσφενδονίσθηκε με τ’ Ήφαιστου την ώση

Όλοι να το θαυμάζουνε ψηλά όταν νυχτώσει


Το Α΄ του το λαμπερό στο ουράνιο τούτο στέμμα

Κάποιοι λαοί εθέλησαν να το καλούνε Γκέμμα

Αυτή η κορόνα η χρυσή στου ουρανού τη σκήτη

Έχει κι έν’ άστρο υπέρλαμπρο. Το λένε Μαργαρίτη.




Δίδυμοι

Όποτε ο Δίας ‘ρέγονταν μια συνουσία μύχια

Σαν μάγος όψη άλλαζε απ’ την κορφή ως τα νύχια

Γι’ αυτό και πήρε τη μορφή του Κύκνου στον Ευρώτα

Και με τη Λήδα ταίριαξε στη σάρκα και στα χνώτα

 

Απ’ την περίπτυξη αυτή γεννήθη η Ελένη

Των Έριδων η πι’ όμορφη σε όλη την οικουμένη

Κι οι Δίδυμοι οι Διόσκουροι λεβέντες δύο μέτρα

Που μάσαγαν τα σίδερα και στίβανε την πέτρα

 

Εβοηθήσαν την Αργώ τούτοι οι δυο ρηγάδες

Να διαβεί σαν αετός όλες τις συμπληγάδες

Προστάτες είν’ των ναυτικών στου πόντου τις ορέξεις

Ο Κάστορας σηματωρός στ’ άρμενα ο Πολυδεύκης

 

Το όργανο το μαγικό του Ορφέα έχουν πάντα

Σαν χάρτη στα ταξίδια τους και σαν μικρό Εξάντα

Γι’ αυτ’ όταν άστρα γίνανε στον ουρανό τον μέγα

Στη Λύρα αντίκρυ κάθισαν και τον λαμπρό τον Βέγα



Ηρακλής

 

Δώδεκα είν’ τα ζώδια, κι οι άθλοι δώδεκα ‘ναι

Που έκανε ο Ηρακλής χιλιάδες χρόνοι πάνε

 

Τα φίδια πήγε κι έπνιξε κι ας ήτανε στην κούνια

Γιατί ο Δίας έφερε την Ήρα ως τα μπούνια

 

Έπειτα σκόρπισε η θεά στον ουρανό το γάλα

Κι ο Γαλαξίας γίνηκε με τ’ άστρα τα μεγάλα

 

Πάντοτε διάλεγε να μπει στης Αρετής τον δρόμο

Ο Ηρακλής το κλέος του είχε άγραφο νόμο

 

Τον Λέοντα θανάτωσε τον τρόμο στη Νεμέα

Τις Στυμφαλίδες όρνιθες, την Ύδρα τη Λερναία

 

Η Ήρα του ‘στειλε εκεί για να τον εμποδίζει

Κάβουρα γιγαντόσωμο που δαγκαμιές καθίζει

 

Του είχε για τη γούνα του ράμματα και θυσίες

Γιατί τέκνα παιδεύουσι γονέων αμαρτίες

 

Μ’ αφού με μία ροπαλιά ευρέθη σκοτωμένος

Σαν άστρο ουρανεύτηκε Καρκίνος φωτισμένος

 

Τα βόδια έκλεψε μετά αυτά του Γηρυόνη

Της Αμαζόνας λάβαρο, της Ιππολύτης Ζώνη

 

Μέσα στα κατορθώματα διά τον Ευρυσθέα

Στον Καύκασο λευτέρωσε ως και τον Προμηθέα

 

Έπειτα ξεκαθάρισε την κόπρο του Αυγεία

Την τέχνη μας  εδίδαξε για τα υδραγωγεία

 

Τον Άτλαντα ξεγέλασε και του ‘δωσε τον θόλο

Εκείνον τον ουράνιο στους ώμους φέρει όλο

 

Επήρε πίσω τα χρυσά μήλα των εσπερίδων

Στην Αθηνά παρέδωσε στην χώρα των Ατρείδων

 

Ακόμα και στον Άδη τον απρόσιτο μετέβη

Της Περσεφόνης μίλησε που εκεί διαφεντεύει

 

Μετέφερε τον Κέρβερο στο φως της Γης εν τάχει

Την ώρα που η Παρθένος εβαστούσε ένα Στάχυ

 

Απάντηξε τον κάβουρα που είχε θανατώσει

Στην πύλη του Αιγόκερου του Κάτω Κόσμου γνώση

 

Δώδεκα ειν’ τα ζώδια δώδεκα ειν’ κι οι άθλοι

Ολόλαμπροι αστερισμοί στον ουρανό οι Ηράκλειοι

 

Δώδεκα τ’ ωροσκόπιου κι οι νότες των οκτάβων

Το μουσικό αλφάβητο ουράνιων αστρολάβων





Κόμη της Βερενίκης

 

Ήτανε ένας βασιλιάς κάποτε στην Κυρήνη

Δεν κάτεχε από πόλεμους, μονάχα την ειρήνη

Είχε μια κόρη όμορφη, μια γαϊτανοφρύδα

Πού ‘χε την κόμη πλούσια πιασμένη σε κοτσίδα

Έτσι όταν ήταν ξέπλεκη μπροστά από τον ώμο

Αρμονικά την άρπιζε σαν τον ουράνιο νόμο

Ως κόρδες συμπαθητικές που η μια δονεί την άλλη

Κι αέναα τροφοδοτούν του σύμπαντου την πάλη

 

Προξενητάδες ήρθανε μ’ ασήμια και μετάξια

Και γύρεψαν την όμορφη, τη συνετή και άξια

Ο Ευεργέτης Φαραώ γενιά των Πτολεμαίων

Τη Βερενίκη ζήτησε εις γάμο βασιλέων

Σαράντα δυο μερόνυχτα επίναν και γλεντούσαν

Για τους αυτοκρατορικούς του γάμους τραγουδούσαν

 

Την επομένη ήρθανε από τη Βαβυλώνα

Κακά μαντάτα πού ‘λεγαν για πτώση προμαχώνα

Και βρέθηκε να πολεμά στον Τίγρη, στον Ευφράτη

Ο νιος, αντί να γεύεται συζυγικό κρεββάτι

Την χρυσομάλλα άφησε με κόμπο μεσ' στο στήθος

Πίκρα που δεν τη νιώθουνε οι βασιλείς συνήθως


Όμως τι σόι συνετή θά 'ταν αν δεν μπορούσε

Αβάντα νά 'χει των θεών για'κείνο π' αγαπούσε

Γι' αυτό επήγε κι έκανε στην Ίσιδα ένα τάμα 

Για να γυρίσει αβλαβής ο Πτολεμαίος Γ΄

Της έταξε την κόμη της να της την εδωρίσει

Αν απ’ τη μάχη ζωντανός ο σύζυγος γυρίσει

Έτσι κι εγένη. Επέστρεψε με τρόπαια και νίκη

Και χόρτασε στις αγκαλιές μετά τη Βερενίκη

 

Όμως η κόρη άκουγε των τύψεων τους ήχους

Και στον βωμό απόθεσε ολόξανθους βοστρύχους

Δεν πέρασε μερόνυχτο κι αυτή καπνός εγίνη

Η ολόχρυση αλαγοουρά κι έσπειρε την οδύνη

 

Βρέθηκε τότε νεαρός φερμένος απ’ τη Σάμο

Που τ’ άστρα μέτραγε ψηλά του ουρανού την άμμο

Κόνωνα τον ελέγανε κι είπε πως εντοπίσθη

Ένας λαμπρός αστερισμός. Κι ο Φαραώ επείσθη

Πως η θεά η Ίσιδα εκρέμασε στον θόλο

Της Βερενίκης το μαλλί αντίκρυ από τον πόλο

 

Έκτοτε διαδόθηκε στα πλοία της Φοινίκης

Παντοτινά να λέγεται Κόμη της Βερενίκης

Παντοτινά να λέγεται της Βερενίκης Κόμη

Έτσι τη μάθαμε κι εμείς, έτσι τη λένε ακόμη




Μικρή και Μεγάλη Άρκτος

Η Καλλιστώ η όμορφη η Νύμφη η παινεμένη

παρθένα ορκίστη πάντοτε στην Άρτεμη να μένει

Να κυνηγούν οι δυο μαζί στο δάσος με καμάρι

Θεριά και ζώα άγρια με όπλο το δοξάρι

 

Μα ο Δίας ερωτεύτηκε της Καλλιστού τα κάλλη

Και μ’ ένα δόλιο τέχνασμα την πήρε στην αγκάλη

Μέσα στη γάστρα έσπειρε τη θεϊκή σπορά του 

Κι ένα μωρό γεννήθηκε, Αρκάδας τ όνομά του

 

Σαν είδαν όμως οι θεές Αρτέμιδα και Ήρα

Την προδοσία του Διός, της Καλλιστού την ήρα

Από κοινού την εύμορφη σ’ αρκούδα μετατρέψαν

Και το μικρό το σπλάχνο της βίαια αποπέμψαν

 

Τότε μια κόρη λυγερή, η Μαία η Πλειάδα

Ευθύνη ευθύς ανέλαβε να σώσει τον Αρκάδα

Τον φάσκιωσε, τον βύζαξε με μέλι έρανέ τον

Μέχρι που άντρας έγινε κι ουδείς παράβγαινέ τον

 

Η Καλλιστώ στο μεταξύ στα δάση σαν αρκούδα

Έψαχνε να βρει το παιδί μα ‘χε ελπίδα φρούδα

Που όταν ξάφνου μια φορά ο Αρκάδας μπρος της βρέθη

Τρέχει με μητρική στοργή μα εκείνος αγριεύθη

 

Το όμορφο ρηγόπουλο σαν ένιωσε το τέλος

Πήρε απ’ τη φαρέτρα του θανατηφόρο βέλος

Μα ο Δίας τα καθέκαστα έτυχε κι εθώρειε

Μητροκτονία απέτρεψε με τρόπο που εμπόρειε


Του Αρκάδα έδωσε μορφή της πιο Μικρής της Άρκτου

Κι ευθύς εξανεμίστηκε ο φόβος του ανυπάρκτου

Αμέσως τότε το μικρό τη μάνα του θυμήθη

Και μέσα στην αγκάλη της ολόψυχα εχύθη

 

Μεγάλη Άρκτος και Μικρή λάμπουν φεγγοβολούνε

Στον ουρανό αγάλματα το μύθο εξιστορούνε

Μεγάλη Άρκτος και Μικρή λάμπουνε την εσπέρα

Τους ναυτικούς καθοδηγούν με Πολικό Αστέρα









Περσέας και Ανδρομέδα

Περσέα τον ελέγανε τον ξακουστό ιππότη

Που ίππευε τον Πήγασο και τρέμανε οι τόποι

 

Κι είχε μαζί του πάντοτε μια κεφαλή κομμένη

Της Μέδουσας που όποιος τη δει μαρμαρωμένος μένει

 

Περνώντας μία ταχινιά απ’ την Αιθιοπία

Την Ανδρομέδα απάντηξε σε βράχου αιχμαλωσία

 

Ο βασιλιάς πατέρας της Κηφέας ξακουσμένος

Του Ποσειδώνα έταξε γιατ’ ήταν θυμωμένος

 

Η Κασσιόπη η μάνα της τον είχε εξοργίσει

Που ‘πε πως είν’ πιο όμορφη απ’ όλες μέσ’ στη χτίση

 

Την Ανδρομέδα τάξανε στον Δράκοντα θυσία

Που είχε σπείρει το λοιμό σ’ όλη την πολιτεία

 

Μα μια ματιά της έφτανε να κάνει τον Περσέα

Με του έρωτα τη σαϊτιά να σώσει την ωραία

 

Από τα δόντια του θεριού, χωρίς να χύσει αίμα

Άλατος στήλη το ‘φηκε στης Μέδουσας το βλέμμα

 

Καβάλα φύγανε μαζί στο φτερωτό το άτι

Με προορισμό της Σέριφου το πλουμιστό παλάτι

 

Εκάμανε απόγονους ψηλούς σαν κυπαρίσσι

Κι όπου πατούσε ο Πήγασος ξεφύτρωνε μια βρύση

 

Τέλος εζήσαμε καλά όπως στα παραμύθια

Κι αυτοί καλύτερα ψηλά να λέγεται η αλήθεια





Υδροχόος

Τον νεαρό τον εύμορφο κι ωραίο Γανυμήδη

Πολλοί τον ελιμπίστηκαν ακόμα και οι Μήδοι

Τον εθωρούσαν τον βοσκό πώς άρμεγε τα ζα του

Κι όνειρα κάνανε πολλά για τα θωπεύματά του

Μ’ αυτός μονάχος άραζε κι έπαιζε τον αυλό του

Στη φαντασία οργίαζε το ίνδαλμα τ’ άυλό του

Γι’ αυτό κι ο Δίας ο Αετός τον έχρησ’ Υδροχόο

Και απολάμβανε συχνά έν’ άγγιγμά του αθώο

Καθώς του ζήτα πάντοτε στο στόμα του να χύνει

Νέκταρ γλυκόπιοτο κρασί απ’ το φλασκί να πίνει

Μα η Ήρα τους ετσάκωσε στα πράσα μία νύχτα

Τον ερωμένο έκανε αστερισμό που αλύχτα

Και γλίτωσ’ απ’ το κέρατο που ο Δίας της φορούσε

Και που δεν τού ‘καν’ αίσθηση εκείνη να κοιτούσε

Κι αφού τον νιο ανάγκασε να φύγει απ’ την αυλή του

Ο Ζευς ψηλά τον θαύμαζε κι εβάρα τη βροντή του


Ωρίων

Ο Ωρίωνας ο κυνηγός παιδί του Ποσειδώνα

Που αλαφροπάτιε στον αφρό δίχως να βρέχει γόνα

Είχε για σύντροφο καλό απ’ τα κυνηγόσκυλά του

Τον Σείριο που σήκωνε τις πέρδικες του βάλτου

 

Όταν επούλησε έρωτα στην κόρη την Πλειάδα

Μερόπη την ελέγανε κι είχε άστρο κι ομορφάδα

Στη θάλασσα τον πέταξαν τυφλό και δεν εθώρα

Μα ο Ήφαιστος τον έσωσε δεν του ‘χε έρθει η ώρα

 

Κι ήβρε το φως του στα ξανά κι ήρχιψε και κυνήα

Και καύχουντανε φωναχτά που θύμωσαν τα θεία

Πως τίποτ’ απ’ τα βέλη του ποτέ του δεν γλιτώνει

Κι ήτονε αυτή η πίστη του Ύβρις που θανατώνει

 

Γιατί του έπεμψε η  Γη Σκορπιό και δολοφόνο

Η Νέμεσις στο καύχημα κι έφερε μέγα πόνο

Που αντάριασε στο δάγκωμα που δέχθη στο ποδάρι

Φλόγα μιας κόκκινης πληγής καυτής σαν τον Αντάρη

 

Σαν έμαθε ο Ασκληπιός τ’ Ωρίωνα το τραύμα

Μολόχες πήγε κι έβρασε βότανα για το γιάμα

Μα ο Δίας θύμωσε θνητός πού ‘χωθη σε έργο άριστο

Και μετατρέπει το ιατρό στο Οφιούχο άστρο

 

Ομοίως μεταμόρφωσε σε Πτολεμαίου χάρτη

Ωρίωνα και τον Σκορπιό τον έβαλε στην άκρη

Έτσι καταστερίσθηκαν στα ουράνια δυο σκέλη

Ότι να δύει ο Ωρίωνας, Σκορπιός να ανατέλλει






Αμέρικο Βεσπούτσι

 

Το όνομά σου έδωσες στη χώρα του Κολόμβου

Τα κύματα σαν άκουγες με το αφτί του στρόμβου

Είπες για την υδρόγειο κυρτή πως είναι σφαίρα

Αφού επιστρέφεις πάντοτε σαν φως νύχτα και μέρα

 

Αμέρικο, Αμέρικο, Αμέρικο Βεσπούτσι

Όλον τον Κόσμο έφαγες και βρήκες το κουκούτσι

Αμέρικα, Αμέρικα, Αμέρικα λατίνα

Σάμπα χορεύει η Μπραζίλ, Τάνγκο η Αρζεντίνα

 

Λένε πως ανακάλυψες και τον Σταυρό του Νότου

Γιατί τ’ άστρα του λάμπανε σαν φάροι κάποιου πόρτου

Το Α΄ εντόπισες μετά, το Β΄ του Κενταύρου

Ήλιων το φως ταξίδευε χιλιάδες χρόνοι να ‘βρου(ν)

 

Αμέρικο, Αμέρικο, Αμέρικο Βεσπούτσι

Τα άστρα κρυφοκοίταγες σαν μέθαγαν οι μούτσοι

Αμέρικα, Αμέρικα, Αμέρικα λατίνα

Ίκνκας και Μάγιας νίκησαν του χρόνου την πατίνα

 

Όπως γυρίζει ο μουσικός με σκάφος το ηχείο

Κι όλον τον κόσμο αισθάνεται δικό του και οικείο

Παρόμοια έφτασες κι εσύ με σκάφος μια γαλέρα

Στου Μαγγελάνου τον πορθμό κι ακόμη παραπέρα

 

Αμέρικο, Αμέρικο, Αμέρικο Βεσπούτσι

Τον Κόσμο βόλτα έφερες, δεν έλιωσες παπούτσι

Αμέρικα, Αμέρικα, Αμέρικα λατίνα

Στις Άνδεις οι Αμαζόνες σαιτεύουν μιαν ακτίνα