Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Τα τραίνα της οδού Ντολορόσα, της Χαριτίνης Ξύδη


Τεράστιο σοκ αποτέλεσε για μένα προσωπικά η ανάγνωση του τελευταίου ποιητικού βιβλίου της Χαριτίνης Ξύδη. Προερχόμενος από την ανάγνωση του C-Minor το οποίο διατρέχεται από ένα ύφος πολύ ιδιαίτερο, τα τραίνα με ισοπέδωσαν με την απλότητά τους. Θα προσπαθήσω να μαζέψω τα συντρίμμια και να εξηγήσω.

Αρχικά, ο συμβολισμός των τραίνων είναι τεράστιος. Ο ίδιος ο Αϊνστάιν στα νοητικά του πειράματα χρησιμοποιούσε το τραίνο, λόγω του μεγάλου μήκους του, για να περιγράψει τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στις δύο άκρες του, όταν αυτό κινείται και το πώς τα αντιλαμβάνονται ο κινούμενος επιβάτης του τραίνου αλλά και αυτός που βρίσκεται ακίνητος στην αποβάθρα. Σε ένα ερωτικό εγχειρίδιο, όπως είναι το εν λόγω ποιητικό βιβλίο, είναι προφανές, και δεν μας το κρύβει καν η ίδια η ποιήτρια με το ποίημα της Κοιλάδας των Τεμπών, ότι ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην φανταστεί το τραίνο να εισέρχεται τελικά σε εκείνο το τούνελ που οδηγεί σε άλλους κόσμους.

Ο συμβολισμός του τραίνου στην ερωτική λογοτεχνία θεωρώ ότι έλκεται και από την κληρονομιά της ρωσικής λογοτεχνίας, όπου οι τεράστιες αποστάσεις των ερώτων καλύπτονταν με το αυτό μεταφορικό μέσο. Όταν δε το τραίνο ήταν και η αιτία του θανάτου, τότε και πάλι ο συμβολισμός της συντριβής μέσα στην πράξη του έρωτα αποκτά ύψιστο νόημα.

Για την οδό Ντολορόσα, όσο και αν την αναζήτησα στους χάρτες της google άκρη δεν βρήκα. Αισίως έμαθα ότι είναι η οδός του μαρτυρίου του Ιησού. Άρα ο έρωτας για την Χαριτίνη Ξύδη είναι ένας θείος δρόμος, ένα καθαγιασμένο μονοπάτι χωρίς επιστροφή, που μοναδική κατάληξη έχει τη συντριβή και επομένως τη θέωση.

Συμπερασματικά καταλήγω ότι, ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου αποτελεί ένα ποίημα, μία συμπυκνωμένη ποιητική μάζα η οποία καταργεί, για να επανέλθω στον Αϊνστάιν, την έννοια του χωρόχρονου, μια ποιητική μάζα που σε ρουφάει σαν τη μαύρη τρύπα χωρίς να ξέρεις πού σε πάει.

Στο κυρίως περιεχόμενο του βιβλίου εξακολουθούν να οπτικοποιούνται τα σύμβολα του τραίνου και της οδού του μαρτυρίου, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι υπήρχε τέτοια επιδίωξη, καθώς εμμονικά, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, εμφανίζονταν μπροστά μου βαγόνια στις στροφές των ποιημάτων και μονοπάτια στη στενή στοίχιση όταν δεν υπήρχαν στροφές.

Διαβάζοντας λοιπόν τα ποιήματα καταλήγω ότι έχουμε ένα έργο που μπορούμε να το αντιπαραβάλλουμε με το Πλατωνικό Συμπόσιον και τον Φαίδρο. Είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός του έρωτα. Η ποιήτρια προσπαθεί να τον ορίσει, προσπαθεί να τον περιγράψει να αναδείξει την ουσία του. Και όταν λέω προσπαθεί δεν εννοώ ότι δεν το καταφέρνει, απλά θέτω από την πλευρά μου το μεγαλείο της έννοιας με την οποία παλεύει.

Το σοκ λοιπόν της χρήσης μιας γλώσσας σχεδόν απλοϊκής για έναν τόσο μεγάλο σκοπό δεν θα κρύψω ότι ήταν μεγάλο. Και ειδικά στη δική μου περίπτωση ως αναγνώστη που προερχόμουν από την ανάγνωση του άλλου άκρου, στο οποίο βρίσκεται το άλλο ερωτικό έργο της Χαριτίνης Ξύδη που διάβασα, το C-Minor. Δεν με παρηγόρησαν ούτε τα λόγια της ίδιας της ποιήτριας η οποία χαρακτηριστικά έγραφε: «…έγραψα πάλι ένα βιβλίο "λαϊκό", το οποίο μοιραία έχει αποδέκτες απλούς, γνήσια λαϊκούς ανθρώπους. Πρόσωπα χωρίς έπαρση και στόμφο».

Χρειάστηκε λοιπόν να ψηλαφίσω περαιτέρω τα ποιήματα για να βρω τι ήταν τελικά αυτό που μέσα στην απλότητά του μπορούσε να προκαλεί τέτοιες αναταράξεις. Φαντάστηκα τη γλώσσα σαν ένα σώμα που έχει ξεγυμνωθεί μέσα στο κλειστό δωμάτιο. Έτσι απαλλαγμένο από τα ρούχα, που πιθανόν να κρύβουν τις ατέλειες του κορμιού, τα χρώματα που τα φωτίζουν, τις ωραίες αθλητικές γραμμές που τα κάνουν να δείχνουν κομψά, απαλλαγμένο από τα στολίδια και τα ασήμια, απαλλαγμένο από τα ρουζ και το κοκκινάδι, τα αρώματα και τα πατσουλιά, ανακαλύπτεις τελικά ένα υπέροχο, φιλήδονο κορμί, ένα κορμί που διψάει να παραδοθεί αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο αναγνώστης μπροστά στην ξεγυμνωμένη γλώσσα δεν γίνεται απλώς ένας ηδονοβλεψίας, γίνεται ο ίδιος συμμέτοχος σε αυτήν την ερωτική πράξη. Ξυπνούν στα αφτιά του οι ήχοι των ιδανικών εραστών, χταπόδι που το χτυπάς στο βράχο να μαλακώσει, αναμετράται με τα πάρε και τα δώσε του και ανασκαλεύει τις δονήσεις από τα ινδάλματα της ηδονής του.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι δύο ουράνια σώματα μέσα στο σύμπαν ενός δωματίου, ενός βαγονιού, μιας αποβάθρας. Δύο σώματα που έλκονται και εκτελούν κινήσεις «ελλειπτικές» και «υπερβολικές». Δύο σώματα που μοιραία συγκρούονται υπό την επήρεια της βαρύτητας και που άλλοτε συγχωνεύονται, άλλοτε συντρίβονται και άλλοτε απωθούνται.

Δεν θα κρύβω πια ότι εγώ προσωπικά, σε νεαρή ηλικία, όταν ήρθα σε επαφή με την ποίηση της Δημουλά, είχα ερωτευτεί παράφορα τη Δημουλά. Δεν θα κρύβω πια ότι έχω ερωτευτεί άνδρες ποιητές, παρόλο που δεν είναι στις προτιμήσεις μου. Δεν θα κρύψω λοιπόν ότι, ο τίμιος αναγνώστης αυτού του βιβλίου το οποίο αναμετράται με τον Πλατωνικό Έρωτα, όπως προανέφερα, οφείλει να παραδεχθεί, οφείλει να ομολογήσει ότι είναι θανάσιμα ερωτευμένος με εκείνον που το έχει γράψει. Έστω και πλατωνικά…