Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Περίπατος στην Κέρκυρα

Τη μέρα πού ‘πηρα ρεπό

Τράβηξα για το "Μον Ρεπό"

Που 'ν' του Μαβίλη η βρύση

Κι είδα τον δωρικό ναό

Το άνθισμα το αέναο

Μες στην ωραία φύση


Έπειτα κατευθύνθηκα

Προς το λιμάνι τελικά

Γραμμές για Ιταλία

Στο δρόμο μου για να βρεθώ 

Εθαύμασα και κάνα δυο

Τόπους με ιστορία


"Ακαδημία Ιόνια"

Για μάθηση αιώνια

Τα πιο ωραία μέρη

(Εδ’ άφησ’ ο Κάλβος εποχή)

Στέκει σαν ταίρι της πιο ‘κει

Ψηλό το "Καβαλιέρι"


"Σπιανάδα"πού ‘χει το "Λιστόν"

Διαβαίνουν σμήνη τουριστών

Τις υψηλές καμάρες

Τόπος που έβγαλε μορφές

Που κατακτήσανε κορφές

Μάντζαρους και Σαμάρες

Πιο πέρα το "Ανάκτορο"

Στο "Φρούριο" εκκλησιά θωρρώ

Όμοια Παρθενώνας

Ο οίκος Καποδίστριου

Του πρίμου του μινίστριου

Δεν έγινε ξενώνας


Κάπου πιο ‘κει είν’ η "Παλιά"

Η μπάντα πάνω στα σκαλιά 

Κλαρίνα και τρομπόνια

Γι’ έγχορδα έχουν τα σκοινιά

Όπου απλώνουνε πανιά

Πολύχρωμα σεντόνια

Σαλπίζουν για τον "Άγιο"

Παιανίζουν στου Θεού τον Υιό

Που κι οι νεκροί ξυπνούνε

Κι είναι τιμή για όλους πια

Νέους και γέρους και παιδιά

Να "ντύνονται" να "βγούνε"


Το παλαιό το θέατρο

"Σαν Τζάκομο" ελέγαν το

Που ‘παίζαν Ριγκολέτο

Φτάνω μετά στου Σολωμού

Το σπίτι μέγα ποιητού

Με θέα "Λαζαρέτο"

Μέσα εκεί αντίκρυσα

Χειρόγραφα και ρίγησα

Γεμάτα ιστορία

Ο "Ύμνος" που τραγούδησε

Εγκώμια και στιχούργησε

Για την Ελευθερία


Καρέκλες όπου έκατσε

Και το γραφείο που ‘γραψε 

δια το Μεσολόγγι

Για κείνους του Ελεύθερους

Που θρήνησαν σαν τους θεούς

οι κάμποι και οι λόγγοι


Μπαίνοντας μες στο κτήριο

Δεν κόβαν εισιτήριο

Σ’ ετούτο το μουσείο

Φεύγοντας όμως άφησα

Μαντήλι όπου μάζεψα

Δυο δάκρυα γι' αντίο

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Λουκούμι Συριανό


Στην όμορφη Ερμούπολη, πρωτεύουσα της Σύρας

Όπου εφηύρε ο Ερμής το όργανο της λύρας

Καθώς ακούγεται η πουρού του πλοίου που μπαρκάρει

Ακούς τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη

Από προβλήτα ταρσανά και ναυπηγείου σκάλα

Στο θέατρο «Απόλλωνα» σαν του Μιλάνου Σκάλα

Κι απ’ την ορθόδοξη εκκλησιά με τ’ αψηλό ρολόγι

Μέχρι και την καθολική, capella κάποιου Δόγη

Τόπος που γέννησε ποιητές  Ροΐδη, Ρίτα Μπούμη

Φημίζεται για το έδεσμα το Συριανό λουκούμι

 


Ο μερακλής λουκουματζής μες σε καζάνι φτιάχνει

Και πασπαλίζει έπειτα με ζάχαρη την άχνη

Το αρωμάτισε αρχικά με έλαια απ’ την Πόλη

Μαστίχα, τριαντάφυλλο, κίτρο που αρέσει σ’ όλοι

Και δοκιμάζει το, καυτό να δει αν λαστιχώνει

Με τα δυο ακροδάχτυλα το μείγμα σαν κορώνει

Γι’ αυτό και ο λουκουματζής (α)ποτύπωμα δεν έχει

Έχει μονάχα πρόσωπο γι’ αυτό και το προσέχει

 


Με τον καφέ είν’ ταιριαστό και με ρακί ή μπράντυ

Σερμπέτι πίσω απ’ το φαΐ που του ταιριάζει γάντι

Στον ουρανίσκο σαν κολλά την αίσθηση λιγώνει

Τη σιέστα του μεσημεριού γλυκά ολοκληρώνει

Ιδανικότερο γλυκό όποια εποχή και να ‘ναι

Σαν συνοδεία του νερού πάντοτε το κερνάνε

 

Είν’ η μοναδική φορά που κάποιο έργο θείο

Ανθρώπου δημιούργημα του δίνει μεγαλείο

Πόσες φορές δε φάγαμε καρπούς από τη φύση

Και βρήκαμε τη γεύση τους με λουκουμιού να ‘ναι ίση

 


Λάμπουνε σαν ηλεκτρικές μπουκίτσες μες στη γυάλα

Ρόδινες, πράσινες, χρυσές, φωτίζουνε τη σάλα

Μα αν ξεχασμένο για καιρό μέρα πάνω στη μέρα

Στο ράφι μείνει ανέγγιχτο μέσα στη φοντανιέρα

Έτσι και ξερολούκουμο δεν είναι τόσο χάλια

Αν σού 'λειψε η ζάχαρη σου τρέχουνε τα σάλια

 


Κάθε φορά που πέρασμα τη Σύρα ‘χουν τα Φέρρυ

Πάνω ανεβαίνει ο πωλητής λουκούμια να προσφέρει

Με την λευκή του την ποδιά και το έδεσμά του δαύτο

Που είν’ γιατροσόφι της ψυχής, πάει τα φαρμάκια κάτω