Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Ίκαρος


Μια ιστορία θα σας πω για ένα νιο σπουδαίο

Ένα λεβέντη αετό στην τόλμη του μοιραίο

Που κόντεψε με τσι θεοί κι ευτός να γίνει ίσος

Όταν ενέβηκε ψηλά εις των νεφών το ύψος

Όμως πριν φτάσουμε εκεί θα πάμε απ’ την Κρήτη

Με τα φαράγγια, τις ακτές και με τον Ψηλορείτη

Τόπος που μεγαλούργησε ο Γκρέκο κι ο Κορνάρος

Κι ο Καζαντζάκης που ‘πρεπε μεγάλο να ‘χε θάρρος.

Πέτρας και πνεύματος κορφές σε όλους φέρνει ζάλη

Κι όταν οι λύρες τραγουδούν χορεύγουν πεντοζάλι.

Ας πιάσουμε απ’ την αρχή της άκρης το κουβάρι

Και ας πλέξουμε με υπομονή του μύθου τη δαντέλα

Όπως θα έκανε η γιαγιά 

Είχε για κύρη της τρανό τον Μίνωα ετότες

Σ’ έναν λαμπρό πολιτισμό Κνωσσού, Φαιστού αλλότες

Μα όλα αρχίζουν ξαφνικά στο παραμύθι δαύτο

Όταν του βασιλιά κακό του έφεραν μαντάτο

Ποιος τον αντίκρυσε μετά και δεν τον εφοβήθη

Που η γυναίκα του εμπρός σε άσπρο ταύρο εγδύθη

Γιατί η βασίλισσα κρύφα κέρατα του φορούσε

Κι από ‘να ταύρο θεϊκό τώρα κοιλοπονούσε

Και όπως ήταν φυσικό από μια τέτοια ζεύξη

Τερατογένεσις φρικτή επήλθε πριν καν φέξει

Ζωή εδόθη σε άνθρωπο που ‘χε βοδιού κεφάλι

Μινώταυρο τον είπανε, του βασιλιά ‘ρθε ζάλη

Πρόσταξ’ ευθύς τον Δαίδαλο έγερση λαβυρίνθου

Να ‘χει τα τείχη του αψηλά σαν κάστρο της Τιρύνθου.

Είχε ο Δαίδαλος μαζί, τον Ίκαρο, στην Κρήτη

Όταν εθεμελίωσε του τέρατος την κρύπτη

Κι ήτονε έργο άριστο, γερό και δαιδαλώδες

Που δεν εμπόρειες αν το δεις να κάμεις πως δεν το δες

Κι ήτονε έργο θαυμαστό, αρχιτεκτονημάτω

Που αν ήμπαινες δεν ήβγαινες που να χτυπιόσου κάτω

Είχε προβλέψει ο Δαίδαλος για κάποιες καταστάσεις

Κρυφή οδό διαφυγής γι’ ανάγκης αποδράσεις

Που δεν την εμαρτύρησε μήτε στην Αριάγνη

Μόνου της είπε με κλωστή τη μοίρα της να αδράχνει.

Όμως εφυλακίσθηκαν κι ο γιος, και ο πατέρας

Μέσα εις τον λαβύρινθο παρέα με το τέρας

Το τέρας που το γέννησε κρυφά η Πασιφάη

Και που του φέρναν ζωντανές κοπέλες να τις φάει

Τον Δαίδαλο υπέδειξαν ως πέτρα ενός σκανδάλου

Γιατί είπαν πως εμπλέκεται στον θάνατο του Τάλου

Του ταλαντούχου ανεψού και έργου θεαρέστου

Όπως κι εκείνος ήτονε θετό παιδί του Ηφαίστου.

Μα ο πρωτομάστορας ευτός φτερά για πρώτη πτήση

Εταίριαξε κολλώντας με κερί από μελίσσι

Για να πετάξουνε εύκολα απάνω από τα νέφη

Συνεπαρμένοι και οι δυο στης λευτεριάς τη μέθη.

Έτσι λοιπόν εφύγανε κι ενέβησαν στα όρη

Ψηλά στα Όρη τα Λευκά κανείς που δεν τσι θώρρει

Ο νιος διά την πτήση του τη σκούφια του πετούσε

Όσο στους ώμους τα φτερά ο Δαίδαλος κολλούσε

Τον Ίκαρο συμβούλευε πολύ ψηλά μην πάει

Ούτε κοντά στα κύματα στης θάλασσας τα χάη

Γιατί θα λιώσει το κερί στη ζέστα του Ηλίου

Και θα βαρύνουν τα φτερά σαν άγκυρες του πλοίου.

Η θέα που αντίκρυσαν ίαμα κάθε άλγους

Του απέραντου και γαλανού, του Κρητικού πελάγους

Που ο Ίκαρος τον κίνδυνο της πράξης δεν ελόγα

Μόνου πετούσε ένδοξα και κρυφομονολόγα

«Για δες που ε(γ)ίνημα θεοί σαν τον Ερμή πετούμε

Και πάμε από τον Όλυμπο για να προσγειωθούμε

Μάνα μου ε(γ)ίνηκα θεός και λίγο παραπάνω

Ενώ ήμου για θάνατο ποτές δεν θα πεθάνω»

Φυσούσε Όστρια του νοτιά ένα γλυκό μπουρίνι

Κι ούτε που το κατάλαβαν πως φθάσαν Σαντορίνη

Κι αφού επέρασαν γοργά ηφαίστειο και Θήρα

Τη Νιο του Όμηρου νησί και του Ερμή τη Σύρα

Την Αμοργό, τη Σίκινο, τη Σίφνο, τη Σχοινούσα 

Ανάφη, Αστυπάλαια, Φολέγανδρο, Δονούσα

Εμείναν και θαυμάσανε του Ηρακλή τη νήσο, 

Του ήρωα που έσπασε τ’ ομοίωμά του το ίσο

-Κατασκευή του Δαίδαλου το άγαλμα το δόλιο-

Την Κέρο με τον αρπιστή, το θαυμαστό ειδώλιο

Απ’ άκρη σ’ άκρη ολόκληρη την στρογγυλή Κυκλάδα

Μια αγκαλιά κυκλάμινα στου Αιγαίου την κοιλάδα.

Μα όταν επεράσανε τις Νήσους των Μακάρων

Τόπος, κατά τον Πλάτωνα, της πύλης των ταρτάρων

Την Νάξο με τον Αζαλά την Πόρτα τη Διονύσια

Την Πάρο, την Αντίπαρο, τα δυο τα Κουφονήσια

Κι όταν εκαβατζώσανε την πονεμένη Γυάρο

Τη Δήλο του Απόλλωνα της Ικαριάς τον φάρο

Του Δαίδαλου τις συμβουλές κι αν άκουσε δεν πείσθη 

Κι έτσι σ’ αυτές τις θάλασσες ο Ίκαρος ποντίσθη.


Αισχύλος


Αισχύλου Ευφορίονως θέλω να τραγουδήσω
Το άδοξο το τέλος του και να τ’ ανιστορήσω
(Ε)υτουνού που ήθελε γραφτεί στου μνήματος κολώνα
Γενναία πως πολέμησε στη Μάχη Μαραθώνα
Κι όχι του πνεύματος κορφές, όχι καρδιάς τα πάθη
Και πως τα εξερεύνησε στης τραγωδίας τα βάθη

«Επτά επί Θήβας», «Πέρσες» μα και «Προμηθεύ Δεσμώτη»
Μες στην «Ορέστεια» έκλεισε όλη την ανθρωπότη
Για Ευριπίδη, Σοφοκλή σπουδή κάλλους απείρου
Μα και του Γκαίτε διδαχή όπως και του Σαιξπήρου
«Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει»,
«Τη γλώσσα βόδι μου πατά», που τη μιλιά έχει κλείσει
Στίχος που αν κατανοείς τον νου σου συνεφέρει
Κι είν’ του Αισχύλου και οι δυο (και όχι του Σεφέρη)

Όμως το τέλος του ανδρός με το υψηλό το ήθος 
Φαντάζει τόσο απρόβλεπτο όπως Αισώπου μύθος
Γιατί ήταν η κακιά στιγμή που ‘κανε τον Αισχύλο
Ν’ αφήσει τη στερνή πνοή στ’ αμπέλι σαν τον σκύλο

Ένας αϊτός καθότανε ψηλά σε μια κοτρώνα
Κι αντίκρυσε τη λεία του, λαγό και μια χελώνα
Μες στο μυαλό του ζύγιασε για πούθε να τραβήξει
Κι εν τέλει του γοργού λαγού χαρίστηκε να ζήσει
Το πρόβλημα που του ‘μενε να λύσει: «πώς θα βγάλει 
απ’ το καβούκι το ψαχνό και όχι το κεφάλι»
Γι’ αυτό τ’ όστρακο γράπωσε με τα γαμψά του πόδια
Κι από ψηλά τ’ αμόλησε στα μαρμαρένια αλώνια

Στο μεταξύ ο Ποιητής στη φύση περπατούσε
Του Βάκχου και τ’ Απόλλωνα τα ήθη κοινωνούσε
Γι’ αυτό ενός άγριου αετού μάζεψε το φτερό του
Να γρατζουνίζει τις χορδές κι όχι τον πάπυρό του
Ήθελε το λαγούτο του με το φτερό ν’ αρπίζει
Στίχους του «Αγαμέμνονα» να σιγοτραγουδίζει
Κι όπως εσυλλογίζονταν χαϊδεύοντας το γένι
Κανένας δεν επρόβλεπε τι έμελλε να γένει
Πάνω εις το δοξαπατρί εδέχθη μια χελώνα
Κι ήταν το χτύπημα ταχύ τόσο που δεν επόνα
Απ’ την πληγή ξεχύθηκε αίμα που κάνει τράφο
Του Χάροντ’ η λαβωματιά τον έστειλε στον τάφο
Το τέλος μοιάζει τραγικό, δράμα που ο νους δε βάνει
Και κωμωδία ταυτόχρονα έργο τ’ Αριστοφάνη

Σαν από μηχανής θεός ο Ερμής του Πραξιτέλη
Πλήρωσε για τον Ποιητή του Αχέροντα τα τέλη
Κι όσο θρηνούσε που μισό το έργο του θ’ αφήσει
Ο ταχυδρόμος ο Ερμής έκανε να ρωτήσει:
«Εσύ που κοκορεύγουσου για Μαραθώνια άλση
Πίστευγες πως οι άνθρωποι κι από χελώνα πάσι;»
«Λες να ‘χε δίκιο τελικά ο νέος της Σιδώνος
Για την αξία του έργου σου που δεν σε πήρε ο πόνος;»

Ο Ερμής συνέλεξε μετά το καύκαλο απ’ τη χέλυ
Χορδές της πέρασε, γλυκά να τραγουδεί σαν μέλι
Τη στόλισε με κέρατα έντερα ν’ αναρτούνται
Με δέρματα το έντυσε στον ήχο να δονούνται
Κι έφτιαξε με τα όργανα ζώων νεκρών τη Λύρα
Και η ψυχή του Ποιητή της όρισε τη μοίρα 


*(Το στιχούργημα ξεκινά όπως το γνωστό επίγραμμα του Αισχύλου το οποίο φημολογείται πως ήθελε να γραφτεί στο μνήμα του: «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος» και σημαίνει «Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα· για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά».
Ότι εμφανίζεται σε εισαγωγικά μέσα στο στιχούργημα αποτελεί είτε τίτλο τραγωδίας του Αισχύλου, είτε στίχο από τραγωδία, είτε οι σκέψεις του αετού ή τα λόγια του Ερμή. Σε ότι αφορά τα λόγια αυτά, ο νέος της Σιδώνος παραπέμπει στο γνωστό ποίημα του Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος» και αφορά στο παραπάνω επίγραμμα: 
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον», το «Mαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·
«Α δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες
Δώσε - κηρύττω - στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό -
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας - και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.»
Τέλος, αφού έχουν αξιοποιηθεί στοιχεία της δημοτικής στιχουργίας καθώς και στοιχεία μεταγενέστερης εποχής, ως σχήματα πρωθύστερα, όπως το «δοξαπατρί» και το «λαγούτο», η εισαγωγή του από μηχανής θεού, σημαντικό στοιχείο της Αττικής Τραγωδίας, εξυπηρετεί στο να συζεύξουμε τον μύθο του θανάτου του Αισχύλου με τον μύθο της κατασκευής της Λύρας).