Στην όμορφη Ερμούπολη, πρωτεύουσα της Σύρας
Όπου εφηύρε ο Ερμής το όργανο της λύρας
Καθώς ακούγεται η πουρού του πλοίου που μπαρκάρει
Ακούς τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη
Από προβλήτα ταρσανά και ναυπηγείου σκάλα
Στο θέατρο «Απόλλωνα» σαν του Μιλάνου Σκάλα
Κι απ’ την ορθόδοξη εκκλησιά με τ’ αψηλό ρολόγι
Μέχρι και την καθολική, capella κάποιου Δόγη
Τόπος που γέννησε ποιητές
Ροΐδη, Ρίτα Μπούμη
Φημίζεται για το έδεσμα το Συριανό λουκούμι
Ο μερακλής λουκουματζής μες σε καζάνι φτιάχνει
Και πασπαλίζει έπειτα με ζάχαρη την άχνη
Το αρωμάτισε αρχικά με έλαια απ’ την Πόλη
Μαστίχα, τριαντάφυλλο, κίτρο που αρέσει σ’ όλοι
Και δοκιμάζει το, καυτό να δει αν λαστιχώνει
Με τα δυο ακροδάχτυλα το μείγμα σαν κορώνει
Γι’ αυτό και ο λουκουματζής (α)ποτύπωμα δεν έχει
Έχει μονάχα πρόσωπο γι’ αυτό και το προσέχει
Με τον καφέ είν’ ταιριαστό και με ρακί ή μπράντυ
Σερμπέτι πίσω απ’ το φαΐ που του ταιριάζει γάντι
Στον ουρανίσκο σαν κολλά την αίσθηση λιγώνει
Τη σιέστα του μεσημεριού γλυκά ολοκληρώνει
Ιδανικότερο γλυκό όποια εποχή και να ‘ναι
Σαν συνοδεία του νερού πάντοτε το κερνάνε
Είν’ η μοναδική φορά που κάποιο έργο θείο
Ανθρώπου δημιούργημα του δίνει μεγαλείο
Πόσες φορές δε φάγαμε καρπούς από τη φύση
Και βρήκαμε τη γεύση τους με λουκουμιού να ‘ναι ίση
Λάμπουνε σαν ηλεκτρικές μπουκίτσες μες στη γυάλα
Ρόδινες, πράσινες, χρυσές, φωτίζουνε τη σάλα
Μα αν ξεχασμένο για καιρό μέρα πάνω στη μέρα
Στο ράφι μείνει ανέγγιχτο μέσα στη φοντανιέρα
Έτσι και ξερολούκουμο δεν είναι τόσο χάλια
Αν σού 'λειψε η ζάχαρη σου τρέχουνε τα σάλια
Κάθε φορά που πέρασμα τη Σύρα ‘χουν τα Φέρρυ
Πάνω ανεβαίνει ο πωλητής λουκούμια να προσφέρει
Με την λευκή του την ποδιά και το έδεσμά του δαύτο
Που είν’ γιατροσόφι της ψυχής, πάει τα φαρμάκια κάτω