Μεγάλη κόντρα ξέσπασε στων Αθηνών την πόλη
Ανάμεσα σε δυο θεούς που αγαπούνε όλοι
Μέγας καυγάς βαστά εντός των Αθηνών τα τείχη
Της πόλης-κράτους ποιος θεός θε να κρατά την τύχη
Ο Ποσειδώνας ο υιός του Κρόνου και της Ρέας
Τα σκήπτρα διεκδίκησε μιας πόλης τόσο ωραίας
Αυτός που είχε τρομερό πατέρα του τον Κρόνο
Των Αθηνών διεκδικεί τον τιμημένο θρόνο
Ο βασιλιάς των θαλασσών
Θέλει την πόλη των Μουσών
Εμάλωνε με τη θεά προστάτη της σοφίας
Την Αθηνά που κύησε μεσ’ στο μυαλό του ο Δίας
Την Αθηνά που βάσταγε και δόρυ και ασπίδα
Με το κεφάλι Μέδουσας και δέρμα απ’ την Αιγίδα
Είχε τα μάτια της γλαυκά με τ’ ουρανού ανταύγεια
Σύμβολο έχει το σοφό πουλί την κουκουβάγια
Έτσι συμφώνησαν κρυφά την πόλη πως θα πάρει
Όποιου το δώρο προς αυτήν θα ‘χει μεγάλη χάρη
Μαζεύτηκαν ενώπιον εις του λαού την κρίση
Τα δώρα να διαλέξουνε για να κοπάσει η κρίση
Ο Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινα του κάτω
Και μια πηγή ανάβλυσε θαλασσινών υδάτων
Σειρά όταν πήρε η Αθηνά, σοφή του Δία κόρη
Μια ελιά ξεφύτρωσε στο χτύπημα απ’ το δόρυ
Εκείνη που εφόραγε μια περικεφαλαία
Με ένα χτύπημα στη γη πρόσφερε την ελαία
Το δέντρο φάνταζε χρυσό μα ήτανε μυστήριο
Που ‘χε καρπό τόσο πικρό σαν να ‘τονε δηλητήριο
Η Αθηνά τους έδειξε πως να τον ξεπικρίζουν
Ξεπλένοντας τον στο νερό και να τον αλατίζουν
Τους έδειξε συνθλίβοντας πως βγάζουνε το λάδι
Πως πλέκουν στέφανους τιμής τα φύλλα της υφάδι
Έπαθλο Ολυμπιακών Αγώνων των δρομέων
Μα και το λάδι είν’ χρυσό εντός των αμφορέων
Να βάζουνε και στις πληγές και στο αφτί να γειαίνει
Μες στα λυχνάρια, στους πυρσούς φωτιστικό να γένει
Να καίνε ξύλα για φωτιά
μέσ’ στων σπιτιών την παραστιά
Το καλοκαίρι στη σκιά
να βρίσκουνε λίγη δροσιά
Τούτο το δέντρο ήτονε των Αθηνών η ελπίδα
Τόσα καλά επρόσφερε, δεν ήθελε φροντίδα
Λόγω αυτού του δώρου της κέρδισε η Παλλάδα
Την πόλη να περιφρουρεί την πρώτη στην Ελλάδα
Για να τιμήσουν τη θεά εις τον Χρυσούν Αιώνα
Εφτιάξαν στην Ακρόπολη ναό, τον Παρθενώνα
Ναό που κλείνει μέσα του ιδανικών πρωτεία
Τη Λευτεριά, το Δίκαιο και τη Δημοκρατία
Τον Ποσειδώνα ωστόσο για να τον εξευμενίσει
Ο δήμος του ‘στησε ναό τον πόντο ν’ ατενίζει
Στην άκρη εκεί του Σούνιου στου Λαύριου μεταλλεία
Κάνουν σπονδές όταν περνούν εις τον θεό τα πλοία
Να έχουνε καλοί καιροί καθώς θα αρμενίζουν
Των θαλασσών τα πλάτη και τα μήκη σαν διασχίζουν
Έχουν τ’ Αισώπου το «Συν Ά-θηνά και χείρα κίνει»