Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Η ελιά


Μεγάλη κόντρα ξέσπασε στων Αθηνών την πόλη

Ανάμεσα σε δυο θεούς που αγαπούνε όλοι

 

Μέγας καυγάς βαστά εντός των Αθηνών τα τείχη

Της πόλης-κράτους ποιος θεός θε να κρατά την τύχη

 

Ο Ποσειδώνας ο υιός του Κρόνου και της Ρέας

Τα σκήπτρα διεκδίκησε μιας πόλης τόσο ωραίας

 

Αυτός που είχε τρομερό πατέρα του τον Κρόνο

Των Αθηνών διεκδικεί τον τιμημένο θρόνο

 

Ο βασιλιάς των θαλασσών

Θέλει την πόλη των Μουσών

 

Εμάλωνε με τη θεά προστάτη της σοφίας

Την Αθηνά που κύησε μεσ’ στο μυαλό του ο Δίας

 

Την Αθηνά που βάσταγε και δόρυ και ασπίδα

Με το κεφάλι Μέδουσας και δέρμα απ’ την Αιγίδα

 

Είχε τα μάτια της γλαυκά με τ’ ουρανού ανταύγεια

Σύμβολο έχει το σοφό πουλί την κουκουβάγια

 

Έτσι συμφώνησαν κρυφά την πόλη πως θα πάρει

Όποιου το δώρο προς αυτήν θα ‘χει μεγάλη χάρη

 

Μαζεύτηκαν ενώπιον εις του λαού την κρίση

Τα δώρα να διαλέξουνε για να κοπάσει η κρίση

 

 

Ο Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινα του κάτω

Και μια πηγή ανάβλυσε θαλασσινών υδάτων

 

Σειρά όταν πήρε η Αθηνά, σοφή του Δία κόρη

Μια ελιά ξεφύτρωσε στο χτύπημα απ’ το δόρυ

 

Εκείνη που εφόραγε μια περικεφαλαία

Με ένα χτύπημα στη γη πρόσφερε την ελαία


 

Το δέντρο φάνταζε χρυσό μα ήτανε μυστήριο

Που ‘χε καρπό τόσο πικρό σαν να ‘τονε δηλητήριο

 

Η Αθηνά τους έδειξε πως να τον ξεπικρίζουν

Ξεπλένοντας τον στο νερό και να τον αλατίζουν

 

Τους έδειξε συνθλίβοντας πως βγάζουνε το λάδι

Πως πλέκουν στέφανους τιμής τα φύλλα της υφάδι

 

Έπαθλο Ολυμπιακών Αγώνων των δρομέων

Μα και το λάδι είν’ χρυσό εντός των αμφορέων

 

Να βάζουνε και στις πληγές και στο αφτί να γειαίνει

Μες στα λυχνάρια, στους πυρσούς φωτιστικό να γένει

 

Να καίνε ξύλα για φωτιά

μέσ’ στων σπιτιών την παραστιά

Το καλοκαίρι στη σκιά

να βρίσκουνε λίγη δροσιά

 

Τούτο το δέντρο ήτονε των Αθηνών η ελπίδα

Τόσα καλά επρόσφερε, δεν ήθελε φροντίδα

 

Λόγω αυτού του δώρου της κέρδισε η Παλλάδα

Την πόλη να περιφρουρεί την πρώτη στην Ελλάδα

 

 

Για να τιμήσουν τη θεά εις τον Χρυσούν Αιώνα

Εφτιάξαν στην Ακρόπολη ναό, τον Παρθενώνα

 

Ναό που κλείνει μέσα του ιδανικών πρωτεία

Τη Λευτεριά, το Δίκαιο και τη Δημοκρατία

 

Τον Ποσειδώνα ωστόσο για να τον εξευμενίσει

Ο δήμος του ‘στησε ναό τον πόντο ν’ ατενίζει

 

Στην άκρη εκεί του Σούνιου στου Λαύριου μεταλλεία

Κάνουν σπονδές όταν περνούν εις τον θεό τα πλοία

 

Να έχουνε καλοί καιροί καθώς θα αρμενίζουν

Των θαλασσών τα πλάτη και τα μήκη σαν διασχίζουν

 

Κι αν ναυαγήσουν τελικά κι αν τους ρουφάει δίνη

Έχουν τ’ Αισώπου το «Συν Ά-θηνά και χείρα κίνει»



Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Περίπατος στην Κέρκυρα

Τη μέρα πού ‘πηρα ρεπό

Τράβηξα για το "Μον Ρεπό"

Που 'ν' του Μαβίλη η βρύση

Κι είδα τον δωρικό ναό

Το άνθισμα το αέναο

Μες στην ωραία φύση


Έπειτα κατευθύνθηκα

Προς το λιμάνι τελικά

Γραμμές για Ιταλία

Στο δρόμο μου για να βρεθώ 

Εθαύμασα και κάνα δυο

Τόπους με ιστορία


"Ακαδημία Ιόνια"

Για μάθηση αιώνια

Τα πιο ωραία μέρη

(Εδ’ άφησ’ ο Κάλβος εποχή)

Στέκει σαν ταίρι της πιο ‘κει

Ψηλό το "Καβαλιέρι"


"Σπιανάδα"πού ‘χει το "Λιστόν"

Διαβαίνουν σμήνη τουριστών

Τις υψηλές καμάρες

Τόπος που έβγαλε μορφές

Που κατακτήσανε κορφές

Μάντζαρους και Σαμάρες

Πιο πέρα το "Ανάκτορο"

Στο "Φρούριο" εκκλησιά θωρρώ

Όμοια Παρθενώνας

Ο οίκος Καποδίστριου

Του πρίμου του μινίστριου

Δεν έγινε ξενώνας


Κάπου πιο ‘κει είν’ η "Παλιά"

Η μπάντα πάνω στα σκαλιά 

Κλαρίνα και τρομπόνια

Γι’ έγχορδα έχουν τα σκοινιά

Όπου απλώνουνε πανιά

Πολύχρωμα σεντόνια

Σαλπίζουν για τον "Άγιο"

Παιανίζουν στου Θεού τον Υιό

Που κι οι νεκροί ξυπνούνε

Κι είναι τιμή για όλους πια

Νέους και γέρους και παιδιά

Να "ντύνονται" να "βγούνε"


Το παλαιό το θέατρο

"Σαν Τζάκομο" ελέγαν το

Που ‘παίζαν Ριγκολέτο

Φτάνω μετά στου Σολωμού

Το σπίτι μέγα ποιητού

Με θέα "Λαζαρέτο"

Μέσα εκεί αντίκρυσα

Χειρόγραφα και ρίγησα

Γεμάτα ιστορία

Ο "Ύμνος" που τραγούδησε

Εγκώμια και στιχούργησε

Για την Ελευθερία


Καρέκλες όπου έκατσε

Και το γραφείο που ‘γραψε 

δια το Μεσολόγγι

Για κείνους του Ελεύθερους

Που θρήνησαν σαν τους θεούς

οι κάμποι και οι λόγγοι


Μπαίνοντας μες στο κτήριο

Δεν κόβαν εισιτήριο

Σ’ ετούτο το μουσείο

Φεύγοντας όμως άφησα

Μαντήλι όπου μάζεψα

Δυο δάκρυα γι' αντίο