Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Νάξια κριτική σε κρητική ματιά

Αποτελεί μεγάλη τιμή για εμένα, κάθε φορά που ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο κ. Μιχάλης Κασσωτάκης, μου εμπιστεύεται κάποιο υπό έκδοσιν βιβλίο του, ζητώντας την άποψή μου. Έτσι και τώρα, θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο, να έχω στα χέρια μου το ανέκδοτο ακόμα βιβλίο του «Αθιβολές και Θύμησες», στο οποίο περιέχονται οι προσωπικές του αναμνήσεις από το Λασίθι των παιδικών του χρόνων.

Ο σκοπός μιας τέτοιας πρόωρης ανάγνωσης, όπως ο ίδιος μου είπε, ανάγεται στο να σχηματίσει ο ίδιος μία εικόνα, κατά πόσο ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να είναι ενδιαφέρον και προσιτό σε έναν άνθρωπο άλλης γενιάς, καθώς στο βιβλίο καταγράφονται ήθη, έθιμα και λαογραφικά στοιχεία άλλων εποχών. Επιπλέον, για να αποκτήσει μία αίσθηση, για το πόσο δυσνόητο μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο της πόλης, ένα βιβλίο που αναφέρεται σε έναν ιδιαίτερο τόπο, όπως είναι τα χωριά του οροπεδίου Λασιθίου στην Κρήτη, ειδικά στα σημεία όπου χρησιμοποιείται το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.

Η καταγωγή μου είναι από την Απείρανθο, ένα ορεινό χωριό της Νάξου. Το χωριό αυτό είναι επίτηδες δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη βλέπει και να μην φαίνεται από τη θάλασσα, για την αποφυγή των πειρατικών επιδρομών. Ως εκ τούτου, οι εικόνες που έχω αποκομίσει  από τον τόπο καταγωγής μου είναι, τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοιες με τις εικόνες από ένα οροπέδιο στην Κρήτη.

Παραστάσεις από την αγνή βουκολική ζωή, την καλλιέργεια της γης, τους ανεμόμυλους και τους νερόμυλους και την τραχιά πέτρα και τη θάλασσα, είναι διάχυτες μέσα στο είναι μου, σε βαθμό να λέω ότι, οι μόνοι άνθρωποι που θαυμάζω εξίσου με τους μεγάλους επιστήμονες και τους μεγάλους καλλιτέχνες είναι οι βοσκοί, οι γεωργοί και οι ψαράδες του τόπου μου.

Οι διηγήσεις των γονιών μου, και των παππουδολαλάδων[1] μου με έκαναν θεατή και κοινωνό μιας άλλης εποχής, μακρινής και δύσκολης, που όμως, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αποκτούσε στη συνείδησή μου μια διάσταση ονειρική. Η γλώσσα του τοπικού ιδιώματος μιλιόταν στο σπίτι μας από τους γονείς μου. Κι ήταν μια γλώσσα παρόμοια με τη γλώσσα της Κρήτης. Μια γλώσσα βαριά, με πολλούς ιδιωματισμούς και λέξεις, που προέρχονται από την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία καθώς, η Νάξος ήταν Ενετοκρατούμενη.

Για όλους αυτούς τους λόγους είχα, εξ αρχής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσω το νέο βιβλίο του καθηγητή Κασσωτάκη. Και δεν είχα άδικο, καθώς μέσα του ανακάλυψα πράγματα οικεία αλλά και διαφορετικά από αυτά που γνώριζα, γεγονός που με οδηγούσε αυτόματα σε παραλληλισμούς και αναζητήσεις.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν σε πολλά κεφάλαια οι διηγήσεις των ονείρων του. Αυτό δημιουργεί μια ποιητικότητα στο κείμενο διότι πάντοτε το όνειρο δίνει μία μεταφυσική διάσταση. Χωρίς να θέλω να κάνω οποιαδήποτε σύγκριση, απλώς, αναφέρω ενδεικτικά ότι, τα κορυφαία διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του κορυφαίου Σκιαθίτη συγγραφέα, που ύμνησε κι αυτός απ’ τη σκοπιά του τον τόπο και την ντοπιολαλιά της Σκιάθου, είναι εκείνα, όπου περιγράφεται κάποιο όνειρο.

Όμως η χρήση του ονείρου στις αφηγήσεις του κ. Κασσωτάκη είχαν για μένα μία διάσταση διαφορετική. Μια διάσταση όπως αυτές που επιτυγχάνει κινηματογραφικά ο μεγάλος σουρεαλιστής σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ. Στη συχνή σκέψη, "αν δε ζούσα σε αυτήν την εποχή που ζω, σε ποια εποχή θα ήθελα να ζήσω", και έχοντας ήδη εξηγήσει τη σχέση την πνευματική, αλλά και τη βιολογική, που έχω με βιώματα, όπως αυτά που περιγράφονται στο βιβλίο, δίνω την απάντηση: "Μία από τις εποχές που σίγουρα θα ήθελα να έχω ζήσει είναι η εποχή των παππούδων μου". Γι’ αυτό το λόγο, οι πραγματικές διηγήσεις του κ. Κασσωτάκη αποτελούν, ήδη,για εμένα ένα όνειρο. Άρα τα όνειρα, που μας αφηγείται σε ορισμένα κεφάλαια, είναι όνειρα μέσα στο δικό μου όνειρο.

Δεν θα κρύψω ότι, δυσκολεύτηκα πολύ να ολοκληρώσω την ανάγνωσή του βιβλίου. Όχι όμως για τους λόγους, που ο καθηγητής αρχικά νόμιζε. Αλλά, γιατί η συγκίνηση, που μου προκαλούσαν οι διηγήσεις αυτές ήταν τόσο έντονη, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης η υγρασία των ματιών δεν με άφηνε να προχωρήσω…



[1] Σύνθετη λέξη παππούδες και λαλάδες,
γιαγιάδες.