Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Αλέξανδρος και Γοργόνα


Α. 
(ο Πέτρος)

Μία φορά κι έναν καιρό ζούσ’ ένα παλικάρι
Βοσκόπουλο πανέμορφο με δύναμη και χάρη
Κατοίκα πάνω στα βουνά μακριά από τσ’ αθρώποι
Ο κόσμος όλος ήτονε γι’ αυτό οι βοσκοτόποι
Λαλιά δεν είχε να μιλεί ούτε να δώνει γνώρος
Τα ζωντανά του ήτονε ότι κι αν είχε όρος
Κι ένα σουραύλι που ‘παιζε για της καρδιάς τα πάθη
Και το φυσούσε με πνοή απ’ του είναι του τα βάθη
Γυναίκα δεν το θέλησε μάνα δεν το φροντίζει
Μέσα στο κάμπο καλαμιά αέρας τη θερίζει
Τις Κυριακές ξυρίζονταν κι ήσαζε το μουστάκι
Τα σκολιανά του φόραγε με το καλό σακάκι
Στην πολιτεία πάαινε στο καφενείο πέρνα
Κι όλους τους φίλους και γνωστούς απλόχερα τσι κέρνα
Βαφτιστικά τον γράφανε πάππου προς πάππο Πέτρο
Μα όσοι τον εξέρανε τον εφωνάζαν Δέντρο
Γιατί είχε μπράτσα και καρπούς και σώμα κυπαρίσσι
Που με τ’ αμίλητο νερό το πότισε μια βρύση
Τα ζα συχνά τα πάαινε στης θάλασσας το κύμα
Εβρίσκανε να βόσκουνε και χόρταιναν την πείνα
Ευτός αστέρια μάζωνε και βότσαλα πλανήτες
Άγρια χόρτα του αγρού αλλά και αμανίτες
Τού ‘ρεσε τ’ ανεκάτωμα που η φύση η ίδια κάνει
‘Οταν φωλιά μείνει αδειανή σαν ο ένοικος πεθάνει
Και στέλνει μες στη θάλασσα του σάλιακα τη σπείρα
Καθώς βροντούν οι ουρανοί και γίνεται πλημμύρα
Και μπαίνει μέσα ο κάβουρας σαν μια μικρή χελώνα
Στην πλάτη του το κουβαλεί θέρος μα και χειμώνα
Ήτονε όμως μια βραδιά σαν έβγαιν’ η Σελήνη
Που ‘δε ‘να θάμα αλλόκοτο σκέτη παραφροσύνη:
Μία πεντάμορφη κιουρά απ’ τον αφρό ανεδύθη
Είχε ουρά του δελφινιού, όψη σαν Αφροδίτη
Ήτονε η πρώτη του βολά που ‘θελε να μιλούσε
Να διηγηθεί την ομορφιά της κόρης που θωρρούσε:

Β.
(η διήγηση) 

Δεν ήταν Μέδουσα, Νηρηίς μα ήτον’ η Γοργόνα
Του Μεγαλέξανδρου αδερφή της θάλασσας μαντόνα
Που ‘πιε τ’ αθάνατο νερό για γάλα μητρικό της 
Για να γενεί του πέλαγου η τρομερή  θεότης
Στον Πόντο εκεί τον Εύξεινο, στη Θάλασσα τη Μαύρη 
Γυρνοβολάει μοναχή τον αδερφό της να ‘βρει
Γιατί είν’ εκεί το σύνορο, εκεί το σταυροδρόμι
Που Δύσης και Ανατολής τους κόσμους τους ενώνει
Πολλές φορές κατέβαινε στον Βόσπορο πιο κάτω 
Εις την Κωνσταντινούπολη γυρεύοντας μαντάτο 
Εκεί πηγαίναν κι έρχονταν θίασοι και μπουλούκια
Και το αφτί της έστηνε να μάθει μουστουλούκια
Γιατ’ ήτονε μητρόπολη και κέντρο εμπορίου
Του μεταξιού διαδρομή μα και του λιναρίου
Κι είχε και την Α(γ)ιά Σοφκιά το μέγα μοναστήρι
Που έχει τρούλο κρεμαστό, ουράνιο σημαντήρι.
Συχνά την κόμη έλουζε πέρα στην Προποντίδα
Στου Ελλησπόντου τα στενά την έπλεκε κοτσίδα
Το χνώτο της ευώδιαζε μαστίχα κι άγριο δυόσμο
Μόνο στη Χίο έβρισκε κι ας γύρνα όλο τον κόσμο
Στης Ίμβρου και της Τένεδου τα πλάτη και τα μήκη
Κολύμπα(γ)ε και κάτεχ’ η καρδιά της πού ανήκει
Σαν έβρισκε πλεούμενο στο Νείλο να ‘χει ρότα
Το ‘πιανε απ’ την πλώρη του, τους ναυτικούς αρώτα
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, αν ζει, αν συναντήσαν
Εκεί εις τα ταξίδια τους στον κόσμο που γυρίσαν
Αν απαντούσαν «πέθανε» και πως ποτέ δεν είδα(ν)
Σήκωνε μία θύελλα και μία καταιγίδα
Που το σκαρί στροβίλιζε μια πάνω και μια κάτω
Και μ’ όλο του το πλήρωμα επάαινε στον πάτο
Όμως το κόρπο οι ναυτικοί μάθαν για να γλιτώνουν
Και λέασι τζη ψώμματα για να επιβιώνουν
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος πως ζει και βασιλεύγει
Με του σπαθιού τη δύναμη τον κόσμο κυριεύγει
Όμως ευτά τα ψώμματα ήτονε η αλήθεια
Σαν ‘κείνα που διαβάζουμε μέσα στα παραμύθια:

Γ. 
(από τα παραμύθια του Μεγάλου Αλεξάνδρου)

Μυαλό πήρε του Φίλιππου, Ολυμπιάδας σώμα
Τον Βουκεφάλα δάμασε αμούστακος ακόμα
Επρόσεξε πως το φαρί τον ίσκιο του εδούλια
Γι’ αυτό σαν το πλησίαζες τίναζε τα καπούλια
Ήτονε η αντίδραση εκείνη του αλόγου
Πέρα ως πέρα φυσική και όχι άνευ λόγου
Στον ήλιο έστρεψε λοιπόν του ζώου το κεφάλι 
Αμέσως (ε)υτό ηρέμησε, παράτησε την πάλη
Μετ’ απ’ αυτό το σκηνικό, το ημέρωμα του ίππου
Διάδοχο τον λόγιασαν, Αλέξανδρος Φιλίππου
Κι ο Φίλιππος: «Παιδί μου βρες βασίλειο να σ’ αρέσει
Τούτ’ η πατρίδα είν’ μικρή εσένα να χωρέσει».
Αριστοτέλη δάσκαλο φέρανε στο κοπέλι
Που ‘χε στο βλέμμα θάλασσες, που ‘χε στο βλέμμα μέλι
Το’ να του μάτι ο Σείριος*, το άλλο του ο Βέγας*
Τυχαία δεν τον είπανε Αλέξανδρος ο Μέγας
Γιατί κατείχε δύναμη κι ένα μυαλό ξυράφι
Κακό απ’ άνδρα να μη βρει σε φθονερό συνάφι
Κόμπος ποτέ δεν στάθηκε για κείνονε εμπόδιο 
Με το σπαθί τού ξέμπλεξε και τον Δεσμό τον Γόρδιο
Στον Γρανικό τον ποταμό στους Πέρσες εναντίον
«Αλέξανδρος κι οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»
Είπανε πως εσκότωσε φίδι κατηραμένο 
Δράκο που πέταε φωθιά ‘π’ το στόμα τ’ ανοιγμένο
Τ’ Άη Δημήτρη ανάστημα, τ’ Άη Γιωργιού αντρεία
Ξεπέρασε και έλαβε κι αγάπη και λατρεία.
Τον Διογένη κυνικό, στης Κόρινθου τα μέρη
Επήγε και συνάντησε δίχως κανείς να ξέρει
Μες σε πιθάρι ξάπλωνε, μέρος προστατευμένο
Αφού δεν εύρισκε άνθρωπο με τον φανό αναμμένο 
Του είπε ο βασιλιάς: γι’ αυτόν θα έκανε τα πάντα 
Με κυνισμό τ’ απάντησε: να μεταβεί στην μπάντα
Γιατί προκάλεσ’ έκλειψη Ηλίου στο πιθάρι
Έτσι καθώς τον σκίαζε σαν να ‘ταν το φεγγάρι
Γι’ αυτό μια ανύποπτη στιγμή τα χρόνια σαν περάσαν 
Κι ίδρυσε Αλεξάνδρειες κι οι κτίσεις τον χορτάσαν
Στη νίκη στα Γαυγάμηλα, στα βάθη της Ασίας
Κι ερώτηση του κάνανε μεγάλης σημασίας:
«Αν δεν ήσου Αλέξανδρος τι θα ‘θελες να γένεις;»
Εκείνος αποκρίθηκε: «Να ‘μου ο Διογένης».
Στην εκστρατεία νυμφεύθηκε την όμορφη Ρωξάνη
Πού ‘χε μυαλό και ομορφιά, κανένας νους δε βάνει 
Μα η αγάπη του η κρυφή ήταν ο Ηφαιστίων
Γι’ αυτό και όταν πέθανε του έχτισε μνημείον
Μα όταν θα πέθαινε ευτός ‘πιθύμα μ’ άδεια χέρια
Να τον επεριφέρουνε ώσπου να βγουν τ’ αστέρια
Για να δηλώσει πως σ’ αυτή τη σύντομη τη ζήση
Φεύγουμε όπως ακριβώς μας είχανε γεννήσει.

Δ. 
(η φυγή του Δέντρου)

Σαν που τον γέννα η μάνα του ο νιος δίχως ιμάτια
Έστεκε μπρος τη θάλασσα σκιάζοντας τα μάτια
Στη στάση την αρχέγονη σαν να τη χαιρετάει
Ή πέρα στον ορίζοντα που κάτι προσδοκάει 
Σαν τον λαφιάτη του βουνού όταν κατηφορίζει
Και πάει στην άκρη του γυαλού όπου το κύμα αφρίζει
Να σμίξει με τη σμεναριά το φίδι της θαλάσσης
Κι αναστατώνοντ’ οι ορμές των ζωντανών της πλάσης 
Παρόμοια ήθελε ο βοσκός να σμίξει τη Γοργόνα
Σε σάρκα μια να ενωθεί να κυλιστεί στο χώμα
Της είχε δει πολλές φορές και τον γυμνό της ώμο
Καθώς κολύμπα στης νυχτιάς τον ασημένιο δρόμο
Και φύσαε το σουραύλι του και του κριού το κέρας
Να τον ακούσουν μακριά μέχρι της γης το πέρας
Πως τη Γοργόνα αποζητά κι από αγάπη λιώνει
Τις νύχτες κλαίει μην τον δουν και κρυφομαραζώνει
Κείνη τη μέρα μήνυμα έλαβε η Γοργόνα
Και μ’ ενός βούκινου βοή του μαρτυρά κρυψώνα
Κι έσμιξ’ ο ήχος της στεριάς με κείνον του κυμάτου
Σ’ ένα σκοπό ερωτικό του παραπονεμάτου
Και σμίξανε οι μουσικές βουνού και της θαλάσσης
Καθώς κορμιά που σμίγουνε στου έρωτα τις στάσεις
Κι όπως το φίδι γδύνεται απ’ το πουκάμισο του
Κι αφήνει αποτύπωμα από το σούρσιμό του
Έτσι εβρέθ’ ένα πρωί η φορεσά του νέου
Γιατί είν’ ο έρως θάνατος του δυνατού κι ωραίου
Την είχε αφήσει τακτικά απάνω εις την άμμο
Και το σουραύλι στης καρδιάς το μέρος από πάνω


*(λέγεται πως ο Αλέξανδρος είχε το ένα μάτι γαλάζιο και τ' άλλο καστανό)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου