Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Έπος '87

Η σφαίρα στριφογύριζε σαν την υδρόγειο, στα χέρια του Άτλαντα καθώς εκείνος ζύγιζε το μέλλον. Ο χρόνος έχει μάζα να ζυγίζεται; Εκείνη τη στιγμη ο χρόνος είχε σταματήσει αφού όλοι κρατούσαν τις ανάσες τους. Ο δράκος μόνο ούρλιαζε πιο πέρα, βγάζοντας απ’ τα ρουθούνια του φωτιές. Δίπλα του η αράχνη και ο γιος του ανέμου να συγκρατείται από αναχώματα να μην ξεχυθεί. Κι ο μπέμπης να παραστέκεται στον Άτλαντα, πανέτοιμος κι αυτός για την ανάληψη ή για τη συντριβή.

Το χθεσινό ακριβώς Σαββατόβραδο, από εκείνη την παγωμένη στιγμή, ήταν η μέρα που αντρειεύτηκε μια ολόκληρη γενιά. Με μια σφαίρα στα χέρια όλοι έτοιμοι να στοχεύσουν και να σπάσουν τις μέσες τους. Είχανε γίνει άντρες παρακολουθώντας στην τηλεόραση, τα ανδραγαθήματα της συμμορίας που αρχηγό της είχε έναν ψυχρό με κρύο αίμα, αδίστακτο, Ελληνοαμερικανό γκάγκστερ. Το προαύλιο του σχολείου ήταν κατάμεστο από συνομήλικα παιδιά που προσπαθούσαν να γίνουν άντρες και γυναίκες αντίστοιχα, εν μία νυκτί.

Δεν υπήρχε ούτε μία μπασκέτα αδειανή. Το φλερτ πηγαινοερχόταν σαν τις σφαίρες στα στεφάνια και όλοι τους ήταν πανέμορφοι. Τα κορίτσια κοιτούσαν τα αγόρια σαν ξερολούκουμα ενώ εκείνα κάνανε τους βαρείς και τους δύσκολους όσο μπιστούσαν τις μπάλες. Ήταν το επίκεντρο της προσοχής και το ξέρανε και μέσα σε τόση ανδρεία που ξεχείλιζε δεν τους επιτρεπόταν πλέον να κλαίνε, ούτε στα κρυφά.

Μια μέρα πριν ήταν που η συμμορία είχε εκτοπίσει την ορχήστρα του Μότσαρτ. Εκείνου του ατίθασου και θρασύτατου νέου που όλοι παραδέχονταν το πόσο αντιπαθητικός ήταν την ίδια ακριβώς στιγμή που όλοι θαύμαζαν εκείνη τη θεσπέσια μουσική που παρήγαγε μέσα στα σαλόνια αυτής της τέχνης. Και τι κρίμα πραγματικά που εκείνου του Μότσαρτ του διεγράφει το ίδιο πρόωρο τέλος όπως και του άλλου, του κανονικού, του Βόλφγκανγκ Αμαντέους.

Ο δράκος ούρλιαζε βγάζοντας απ’ τα ρουθούνια του φωτιές. Η αράχνη είχε λυγίσει και ο γιος του ανέμου συγκρατιόταν από αναχώματα να μην ξεχυθεί. Μόνο ο μπέμπης παραστεκόταν δίπλα στον Άτλαντα, πανέτοιμος για την ανάληψη ή για τη συντριβή. Η σφαίρα στριφογύριζε σαν την υδρόγειο στα χέρια εκείνου του τίμιου γίγαντα που δεν τον λέγανε Άτλαντα. Τον έλεγαν Καμπούρη και ήταν ταυτόχρονα και παρατσούκλι και όνομα. Ο αρχηγός παραπίσω έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Ο χρόνος δεν υφίστατο αφού δεν έχει μάζα. Όλοι οι υπόλοιποι κρατούσαν τις ανάσες τους και η στιγμή θα έμενε παγωμένη ανεξίτηλα στη μνήμη ενός λαού ως η τελευταία αναμέτρηση.

Η συμμορία εκείνη, την εποχή που μια γενιά αντρειευόταν, μαθαίνοντας σε γήπεδα τον έρωτα, τη δύναμη της θέλησης και την ελπίδα του στόχου, είχε επαληθεύσει κάμποσες νομοτέλειες της φύσης. Του Δαυίδ και του Γολιάθ, των Ηράκλειων άθλων, της πίστης στο σκοπό, της δύναμης της ψυχής και της θέλησης, τη νομοτέλεια του σκαλί σκαλί, της ανάβασης στην κορυφή, του Οδυσσέα και του αναπόφευκτου πεπρωμένου. 

Μα πάνω απ’ όλα, εκείνη η συμμορία δίδαξε σε εκείνη τη γενιά, που αντρειευόταν και που δεν της επιτρεπόταν να κλαίει ούτε στα κρυφά, είχε διδάξει και μια γενιά ολόκληρη είχε μάθει για πρώτη φορά στη ζωή της, τι είναι τα δάκρυα χαράς...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου