Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Ανάβαση στη Φαναριώτισσα

«Θόδωρος*, έτσι; Όχι Θεόδωρος. Μη σου ξεφύγει γιατί θα νευριάσει». Ήταν η τελευταία συμβουλή που έδωσε ο Μιχάλης, ο αγαπημένος του μαθητής, στην Κατερίνα η οποία θα παρουσίαζε τον ομιλούντα της εκδήλωσης και τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς. Είχε προσκαλέσει το δάσκαλό του σε διεύθυνση και σύνθεση, στο χωριό του όπου παραθέριζε τα καλοκαίρια και με την ευκαιρία είχε προτείνει στον Πολιτιστικό Σύλλογο να κάνει μια ομιλία για τη μουσική στο Πολιτιστικό Κέντρο του χωριού. Εκείνοι το θεώρησαν μεγάλη τιμή ένας διεθνούς φήμης συνθέτης να μιλήσει στο χωριό τους.
 
Μαέστρο τον φώναζε υπό φυσιολογικές συνθήκες, όχι επειδή καταβάθος ήταν και μαέστρος αλλά ως τον ανώτερο τίτλο τιμής που χρησιμοποιούν διεθνώς για ένα άτομο καταξιωμένο στο χώρο των τεχνών. Σε μια εκδήλωση όμως όπως αυτή, σε ένα ορεινό χωριό της Νάξου, όσο και αν έχει βγάλει σπουδαίους καθηγητές, ποιητές και πολιτικούς ήταν απαραίτητες και οι τυπικές συστάσεις. Οπότε έπρεπε να τον προσφωνήσουν. Παρόλο το δασκάλεμα πριν την έναρξη της εκδήλωσης, με έκπληξη ακούσαμε την Κατερίνα να τον αποκαλεί τελικά, Θεόδωρο.

Ο Μιχάλης άφρισε από το κακό του. «Μα είναι δυνατόν, τόσες φορές της το είπα. Θόδωρος όχι Θεόδωρος». Ο Μαέστρος φυσικά δεν νευρίασε, απλά γέλασε χαριτωμένα και ξεκίνησε την ομιλία του. Ίσως στην Κατερίνα, η οποία ήταν καταξιωμένη φιλόλογος, να μην ταίριαζε το εκλαϊκευμένο Θόδωρος στο ανάστημα του ανδρός που είχε δίπλα της και προσφωνούσε. Ανάστημα, όχι μπόι. Αυτό που αρχίζει από το μέτωπο και πάνω. Εξάλλου για εκείνη ήταν τόσο σαφές Θεόδωρος, το δώρο του Θεού.

Πιθανότατα ο Μαέστρος να προσπαθούσε να ξορκίσει το Θεό από μέσα του γιατί πάντα πίστευε στις δυνατότητες που κατακτά κανείς με την αδιάκοπη εργασία και τη σκληρή δουλειά. Το ταλέντο είναι ένα ελάχιστο ποσοστό της επιτυχίας και η τύχη άλλο ένα ελάχιστο. Η αγόγγυστη δουλειά είναι αυτή που θα σε ανταμείψει τελικά. Και αυτό το αποδείκνυε και το μεταλαμπάδευε εμπράκτως σε όλους όσους έμπαιναν στην ατμόσφαιρά του σε όλους όσους επηρεάζονταν από το βαρυτικό του πεδίο, καθημερινά με τη δική του στάση ζωής. Χρόνια αργότερα διαπίστωσα ότι στην Αμερική, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όλοι τον αποκαλούσαν Θίοντορ (Theodore). Εκεί βέβαια δεν υπήρχε η δυνατότητα να καταλάβουν την ετυμολογία, ίσως. Είτε πάλι να βαριόταν να το αλλάξει αφού έτσι τον κατέγραφαν τα κρατικά έγγραφα.

Η ομιλία ήταν υψηλού επιπέδου. Ισάξια με τις ομιλίες εμπρός σε πιο εξειδικευμένο κοινό, που αργότερα μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω στην Αθήνα αλλά και στο Πανεπιστήμιο Harvard στη Βοστόνη. Σε κανένα σημείο δεν έβαλε νερό στο κρασί του, σε κανένα σημείο δεν εκλαΐκευσε κάποιο μουσικό όρο για να γίνει κατανοητός, όπως εκλαΐκευε το όνομά του. Κι αυτό ήταν ένα σημείο που του αναγνωρίστηκε μετά το πέρας της ομιλίας, που τους αντιμετώπισε δηλαδή σαν ισάξιούς του, που δεν υποτίμησε καθόλου το κοινό του, ακόμα κι αν ανάμεσα τους έβλεπες μικρά παιδιά και γιαγιάδες του χωριού.

«Ξέρεις, στο μαέστρο αρέσει το περπάτημα», μου είπε το επόμενο μεσημέρι ο Μιχάλης και του πρότεινα να τον ανεβάσουμε στη Φαναριώτισσα, το ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής που βρίσκεται στην κορυφή του βουνού Φανάρι στην πλαγιά του οποίου είναι χτισμένη η Απείρανθος, το εν λόγω χωριό. Ο μοναδικός μου φόβος ήταν μήπως κουραστεί γιατί ήταν κάποιας ηλικίας και τότε τα είχε τα κιλάκια του. Όταν του δείξαμε την κορυφή με το εκκλησάκι εκείνος ενθουσιάστηκε και ξεκινήσαμε ακάθεκτοι. Στο δρόμο χαιρετούσε όλες τις γερόντισσες που κάθονταν στα κατώφλια των σπιτιών τους, κι εκείνες τον «έφτυναν» για το σφρίγος, τη ζωντάνια, τον παλμό με τον οποίο πετούσε (δεν περπατούσε) στα ανηφορικά καλντερίμια του χωριού.

Πολύ σύντομα είχαμε βγει στο βουνό στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Ακόμα κι αυτό για όποιον ξέρει το μέρος, ήταν ένα κατόρθωμα. Όμως ο Μαέστρος συνέχιζε απτόητος. Βρήκαμε το μονοπάτι κι εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να τον ακολουθούμε στην πορεία προς την κορυφή. Μόνο κάποιες φορές σταματούσε απότομα, και η αδράνεια της κίνησης μας έκανε να τον προσπερνάμε προσωρινά, όχι γιατί κουράζονταν και ήθελα να πάρει ανάσα, αλλά γιατί πάντα έτσι έκανε στους περιπάτους, ακόμα κι όταν ο δρόμος ήταν ίσιος, όταν ήθελε να εξηγήσει κάτι πάνω στο θέμα για το οποίο μιλούσε. Διότι σε όλη τη διαδρομή μιλούσε. Σε όλη τη διαδρομή προς την κορυφή έδινε συγχρόνως μια δεύτερη ομιλία.

Μας μίλησε για τη ζωή, για τη φύση, για την ομορφιά, για την αγάπη, για τον έρωτα, για τη γυναίκα, για το ταλέντο, για τη δουλειά, για τον ύπνο, για το φαγητό, για το θάνατο. Μας μίλησε για τους βίους των Αγίων του, τον Μπερνστάιν, το Δημήτρη Μητρόπουλο που τόσο αγαπούσε να ανεβαίνει στα βουνά, το Σκαλκώτα, την Κάλλας, το Γιάννη Χρήστου, το Χατζιδάκι, τον Ιάννη Ξενάκη (στο χωριό μας όλους τους Γιάννηδες, Ιάννηδες τους λένε του είπαμε). Μας μίλησε για τη μουσική και την Τέχνη, για την πρωτοπορία, για τις καινοτομίες, για την Αμερική, για την Αρχαία Τραγωδία. Όταν του αναφέραμε ότι το βουνό Φανάρι όπου ανεβαίνουμε η ετυμολογία είναι από τον Πάνα και τον Άρη και για τα Διονυσιακά έθιμα του χωριού καθώς και την Απολλώνια κληρονομιά που αντικατοπτρίζεται στην Πορτάρα, μας μίλησε για τους Δώδεκα Θεούς, για τη φιλοσοφία του Νίτσε που θέλει όλα τα μεγάλα δημιουργήματα της Τέχνης να προκύπτουν από τη ζεύξη των δύο θεών του Απόλλωνα και του Διόνυσου.

Όταν αισίως φτάσαμε στην κορυφή η ευτυχία, η λύτρωση και ο εξαγνισμός ήταν οι ιδιαίτερες εκείνες αισθήσεις που όλοι νοιώθαμε από κοινού. Η θέα ήταν υπέροχη βλέποντας τα νησιά τη Μύκονο και την Απολλώνια Δήλο βορειοδυτικά, την Ικαριά βορειοανατολικά, τη Δονούσα και τις απόκοσμες Νήσους των Μακάρων που αναφέρει ο Πλάτωνας ως πύλες του Κάτω Κόσμου ανατολικά, την Πάρο δυτικά την Αμοργό του Γκάτσου και τις Μικρές Κυκλάδες Νοτιοανατολικά, Κέρο, Κουφονήσια, Ηρακλειά, Σχοινούσα, και τέλος την Ίο και τη Σίκινο Νοτιοδυτικά. Όλα τα νησιά αγάλματα του Ελύτη.

Είδαμε επίσης τα κατσίκια στις πλαγιές του όρους Ζας (από το Ζευς-Δίας του εξηγήσαμε), και μας είπε για τη Συμφωνία του Διός του Μότσαρτ. Είδαμε τους άγριους γυπαετούς να πετάνε ένα μόλις κεφάλι ψηλότερα από εμάς, τους περήφανους βοσκούς να μας κοιτάνε καχύποπτα αλλά και προστατευτικά παίζοντας το σουραύλι τους, τα διάσπαρτα βυζαντινά ξωκκλήσια σαν διάσπαρτα μελίσσια να αποπνέουν βυζαντινούς ήχους αιώνων, τους πέτρινους ανεμόμυλους, τον εναέριο σιδηρόδρομο που μετέφερε το σμυρίγλι από τα ορυχεία της σμύριδας και τέλος τις αναβαθμίδες που είχαν σμιλέψει οι γεωργοί για να καλλιεργούν τη γη στις πλαγιές των βουνών. Γευτήκαμε εκεί ψηλά όλη την πορεία που θα έλεγε ο Καβάφης στον πηγαιμό για την Ιθάκη και όλα τα έργα των Θεών και των Ανθρώπων.

Ανοίξαμε προσεχτικά την πόρτα και της μικρής εκκλησίας, της αφιερωμένης στη Ζωοδόχο Πηγή. Καθαρίσαμε λίγο τις σκόνες και τα χώματα που είχαν μπει από τον αέρα και ανάψαμε το καντήλι το σβηστό. Έπειτα πιάσαμε το σκοινί και βαρέσαμε την καμπάνα να μας ακούσει όλη η Νάξος.
Ο Μαέστρος είχε τόσο συγκινηθεί που κάλεσε από το κινητό του το γιο του στην Αμερική για να μοιραστεί και μαζί του τη χαρά. «Γουλιαμάκο μου είμαι στην κορυφή ενός ψηλού βουνού», είπε ατενίζοντας τη θάλασσα με τους γλάρους, κι εκείνη δεν άντεξε και ξεχείλισε μέσα από τα μάτια του.

Αυτή η πορεία στο βουνό αντιπροσωπεύει όλη τη ζωή του και τη δημιουργία του. Όλη τη ζωή μας. Τη ζωή όλων οι οποίοι βρέθηκαν λιγότερο ή περισσότερο κοντά του. 

Κάθε καλοκαίρι, εκεί γύρω στο Δεκαπενταύγουστο το καντήλι της Φαναριώτισσας θα είναι αναμμένο για εκείνον. Για εκείνον που ξόρκισε το Θεό από το όνομά του. Για εκείνον που βελτίωσε τη φιλοσοφία του Νίτσε προσθέτοντας δίπλα στον Απόλλωνα και το Διόνυσο, τον εργάτη θεό τον Ήφαιστο. Θα καίει κάθε Δεκαπενταύγουστο, για το Μαέστρο μας. Θα καίει για το Θόδωρο**…

*Θόδωρος Αντωνίου (10/02/1935-26/12/2018)***
**Η πρώτη λέξη και η τελευταία
*** Την Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019 εμπρός στη θάλασσα σταθήκαμε όρθιοι. Γιατί μόνο έτσι της αρμόζει. Στη στάση του Αιγέα, με την παλάμη στο μέτωπο κοιτώντας τη βάρκα με το γλάρο. Μόνο που η στάση αυτή δεν ήταν για να κάνει σκιάδι από τον ήλιο, μήτε για να κρύψει τα μάτια μας στη θέα του πανιού. Η στάση αυτή, όρθιοι εμπρός στη θάλασσα, με την παλάμη στο μέτωπο εκείνη την Κυριακή, ήταν ο ύστατος χαιρετισμός...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου