Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Πορνογραφία



Η γραφή της Χαριτίνης Ξύδη αποτέλεσε για μένα μέσα στο 2022, μία αποκάλυψη. Μετά το “C-minor”, “Τα τραίνα της οδού Ντολορόσα” και τέλος την “Πορνογραφία”, αναγκάστηκα να εμβαθύνω λίγο παραπάνω για το τι είναι αυτό που την κάνει τόσο συναρπαστική. 

Σίγουρα για την Πορνογραφία δεν θα μπορούσαν να γραφτούν φράσεις όπως εκείνες που γράφτηκαν για την περίφημη “Λολίτα” του Ναμπόκοφ: “Με τι δύσκολο θέμα καταπιάνεται ο συγγραφέας και τι ωραία το αναπτύσσει χωρίς να γίνει ούτε κατά διάνοια πορνογραφικός”. Στην περίπτωση της Πορνογραφίας της Χαριτίνης Ξύδη συμβαίνει το ανάποδο: “πόσο ακραία πορνογραφικό γίνεται το κείμενο με τη χρήση του ποιητικού λόγου”.

Στο βιβλίο αναπτύσσεται ο έρωτας, η ηδονή, η σεξουαλικότητα, η κοινώς ονομαζόμενη καύλα, με έναν τρόπο γνήσιο και αυθεντικό, όπως τα έχουμε μέσα στις πιο τρελές φαντασιώσεις μας ή όπως τα εκφράζουμε στις πιο ακραίες μας εκδηλώσεις και ομολογήσεις. Και δεν είναι όλα αυτά παρά θέματα που όλοι λίγο πολύ τα γυροφέρνουμε στο μυαλό μας, αλλά αρνούμαστε να τα συζητήσουμε δημοσίως. Αυτό καθιστά το εγχείρημα της γενναίο και παλικαρίσιο. 

Η Χαριτίνη Ξύδη είναι παλικάρι και για έναν άλλο λόγο: διότι δεν αρκείται να καταγράψει τα απόκρυφα της κρεβατοκάμαρας από τη θηλυκή σκοπιά της. Παρά προχωράει ένα βήμα πάρα πέρα και τα βλέπει και από την μεριά του αρσενικού. Και μάλιστα με ένα βλέμμα οξύ σε βάθος ψυχαναλυτικό, ανώτερο πολλές φορές από τη θηλυκή ματιά, σε σημείο να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο Ντοστογιέφσκι της Φροϋδικής λίμπιντο.

Το μεγαλύτερο όμως που καταφέρνει αυτή η πορνογραφική της ποίηση είναι άλλο. Σίγουρα οι ηδονικοί στίχοι ενός Καβάφη και οι ερωτικοί ενός Χριστιανόπουλου έχουν συνδεθεί με την ιδιάζουσα σεξουαλικότητα τους. Αντίστοιχα οι περιγραφές των νεαρών κοριτσιών του Ελύτη σε βαθμό να συζητηθεί ως και αρνητικά. Δεν ξέρω αλήθεια αν η αριστουργηματική ποίηση της Πορνογραφίας είχε την ίδια δύναμη να απογειωθεί ένα σκαλί παραπάνω αν είχε γραφτεί από άνδρα ποιητή ή ακόμα και από γυναίκα του μεγέθους μιας Αγγελάκη-Ρουκ. Έχω την αίσθηση ότι η ποίηση της Πορνογραφίας καταφέρνει αυτό το κάτι παραπάνω επειδή ακριβώς έχει γραφτεί από ένα ονειρεμένο πλάσμα όπως είναι η Χαριτίνη Ξύδη. Διότι εκείνη τη στιγμή που την διαβάζεις γίνεται για τις γυναίκες αναγνώστριες το ίνδαλμα και ο οδηγός ή ακόμα ο διεγέρτης μιας κοιμισμένης σεξουαλικότητας. Για τους άντρες δε η πιο τρελή τους φαντασίωση.

Η Χαριτίνη Ξύδη είναι η ίδια το καλύτερο της ποίημα. Απολλώνια όταν γράφει, διονυσιακή όταν ζει, και αυτά σύμφωνα με την κληρονομιά του Νίτσε. Μια ύπαρξη βγαλμένη από την αρχαία τραγωδία όταν συνδυάσεις τον μύθο της ποίησής της και την αλήθεια της πραγματικότητάς της.

Δεν ξέρω αν θα έπρεπε η Πορνογραφία να διδάσκεται στα σχολεία αντί του ταλαιπωρημένου μαθήματος σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Είμαι όμως σίγουρος ότι η γραφή της Χαριτίνης Ξύδη και η ίδια ως δημόσιο πρόσωπο αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο ίσως μοναδικό στον κόσμο. Ένα φυσικό φαινόμενο όπως οι καταρράκτες του Νιαγάρα, όπως τα Ιμαλάια, το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης. Ένα φαινόμενο που πρέπει να στεκόμαστε να το θαυμάζουμε και να το χειροκροτούμε.


Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Τα τραίνα της οδού Ντολορόσα, της Χαριτίνης Ξύδη


Τεράστιο σοκ αποτέλεσε για μένα προσωπικά η ανάγνωση του τελευταίου ποιητικού βιβλίου της Χαριτίνης Ξύδη. Προερχόμενος από την ανάγνωση του C-Minor το οποίο διατρέχεται από ένα ύφος πολύ ιδιαίτερο, τα τραίνα με ισοπέδωσαν με την απλότητά τους. Θα προσπαθήσω να μαζέψω τα συντρίμμια και να εξηγήσω.

Αρχικά, ο συμβολισμός των τραίνων είναι τεράστιος. Ο ίδιος ο Αϊνστάιν στα νοητικά του πειράματα χρησιμοποιούσε το τραίνο, λόγω του μεγάλου μήκους του, για να περιγράψει τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στις δύο άκρες του, όταν αυτό κινείται και το πώς τα αντιλαμβάνονται ο κινούμενος επιβάτης του τραίνου αλλά και αυτός που βρίσκεται ακίνητος στην αποβάθρα. Σε ένα ερωτικό εγχειρίδιο, όπως είναι το εν λόγω ποιητικό βιβλίο, είναι προφανές, και δεν μας το κρύβει καν η ίδια η ποιήτρια με το ποίημα της Κοιλάδας των Τεμπών, ότι ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην φανταστεί το τραίνο να εισέρχεται τελικά σε εκείνο το τούνελ που οδηγεί σε άλλους κόσμους.

Ο συμβολισμός του τραίνου στην ερωτική λογοτεχνία θεωρώ ότι έλκεται και από την κληρονομιά της ρωσικής λογοτεχνίας, όπου οι τεράστιες αποστάσεις των ερώτων καλύπτονταν με το αυτό μεταφορικό μέσο. Όταν δε το τραίνο ήταν και η αιτία του θανάτου, τότε και πάλι ο συμβολισμός της συντριβής μέσα στην πράξη του έρωτα αποκτά ύψιστο νόημα.

Για την οδό Ντολορόσα, όσο και αν την αναζήτησα στους χάρτες της google άκρη δεν βρήκα. Αισίως έμαθα ότι είναι η οδός του μαρτυρίου του Ιησού. Άρα ο έρωτας για την Χαριτίνη Ξύδη είναι ένας θείος δρόμος, ένα καθαγιασμένο μονοπάτι χωρίς επιστροφή, που μοναδική κατάληξη έχει τη συντριβή και επομένως τη θέωση.

Συμπερασματικά καταλήγω ότι, ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου αποτελεί ένα ποίημα, μία συμπυκνωμένη ποιητική μάζα η οποία καταργεί, για να επανέλθω στον Αϊνστάιν, την έννοια του χωρόχρονου, μια ποιητική μάζα που σε ρουφάει σαν τη μαύρη τρύπα χωρίς να ξέρεις πού σε πάει.

Στο κυρίως περιεχόμενο του βιβλίου εξακολουθούν να οπτικοποιούνται τα σύμβολα του τραίνου και της οδού του μαρτυρίου, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι υπήρχε τέτοια επιδίωξη, καθώς εμμονικά, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, εμφανίζονταν μπροστά μου βαγόνια στις στροφές των ποιημάτων και μονοπάτια στη στενή στοίχιση όταν δεν υπήρχαν στροφές.

Διαβάζοντας λοιπόν τα ποιήματα καταλήγω ότι έχουμε ένα έργο που μπορούμε να το αντιπαραβάλλουμε με το Πλατωνικό Συμπόσιον και τον Φαίδρο. Είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός του έρωτα. Η ποιήτρια προσπαθεί να τον ορίσει, προσπαθεί να τον περιγράψει να αναδείξει την ουσία του. Και όταν λέω προσπαθεί δεν εννοώ ότι δεν το καταφέρνει, απλά θέτω από την πλευρά μου το μεγαλείο της έννοιας με την οποία παλεύει.

Το σοκ λοιπόν της χρήσης μιας γλώσσας σχεδόν απλοϊκής για έναν τόσο μεγάλο σκοπό δεν θα κρύψω ότι ήταν μεγάλο. Και ειδικά στη δική μου περίπτωση ως αναγνώστη που προερχόμουν από την ανάγνωση του άλλου άκρου, στο οποίο βρίσκεται το άλλο ερωτικό έργο της Χαριτίνης Ξύδη που διάβασα, το C-Minor. Δεν με παρηγόρησαν ούτε τα λόγια της ίδιας της ποιήτριας η οποία χαρακτηριστικά έγραφε: «…έγραψα πάλι ένα βιβλίο "λαϊκό", το οποίο μοιραία έχει αποδέκτες απλούς, γνήσια λαϊκούς ανθρώπους. Πρόσωπα χωρίς έπαρση και στόμφο».

Χρειάστηκε λοιπόν να ψηλαφίσω περαιτέρω τα ποιήματα για να βρω τι ήταν τελικά αυτό που μέσα στην απλότητά του μπορούσε να προκαλεί τέτοιες αναταράξεις. Φαντάστηκα τη γλώσσα σαν ένα σώμα που έχει ξεγυμνωθεί μέσα στο κλειστό δωμάτιο. Έτσι απαλλαγμένο από τα ρούχα, που πιθανόν να κρύβουν τις ατέλειες του κορμιού, τα χρώματα που τα φωτίζουν, τις ωραίες αθλητικές γραμμές που τα κάνουν να δείχνουν κομψά, απαλλαγμένο από τα στολίδια και τα ασήμια, απαλλαγμένο από τα ρουζ και το κοκκινάδι, τα αρώματα και τα πατσουλιά, ανακαλύπτεις τελικά ένα υπέροχο, φιλήδονο κορμί, ένα κορμί που διψάει να παραδοθεί αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο αναγνώστης μπροστά στην ξεγυμνωμένη γλώσσα δεν γίνεται απλώς ένας ηδονοβλεψίας, γίνεται ο ίδιος συμμέτοχος σε αυτήν την ερωτική πράξη. Ξυπνούν στα αφτιά του οι ήχοι των ιδανικών εραστών, χταπόδι που το χτυπάς στο βράχο να μαλακώσει, αναμετράται με τα πάρε και τα δώσε του και ανασκαλεύει τις δονήσεις από τα ινδάλματα της ηδονής του.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι δύο ουράνια σώματα μέσα στο σύμπαν ενός δωματίου, ενός βαγονιού, μιας αποβάθρας. Δύο σώματα που έλκονται και εκτελούν κινήσεις «ελλειπτικές» και «υπερβολικές». Δύο σώματα που μοιραία συγκρούονται υπό την επήρεια της βαρύτητας και που άλλοτε συγχωνεύονται, άλλοτε συντρίβονται και άλλοτε απωθούνται.

Δεν θα κρύβω πια ότι εγώ προσωπικά, σε νεαρή ηλικία, όταν ήρθα σε επαφή με την ποίηση της Δημουλά, είχα ερωτευτεί παράφορα τη Δημουλά. Δεν θα κρύβω πια ότι έχω ερωτευτεί άνδρες ποιητές, παρόλο που δεν είναι στις προτιμήσεις μου. Δεν θα κρύψω λοιπόν ότι, ο τίμιος αναγνώστης αυτού του βιβλίου το οποίο αναμετράται με τον Πλατωνικό Έρωτα, όπως προανέφερα, οφείλει να παραδεχθεί, οφείλει να ομολογήσει ότι είναι θανάσιμα ερωτευμένος με εκείνον που το έχει γράψει. Έστω και πλατωνικά…

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Νάξια κριτική σε κρητική ματιά

Αποτελεί μεγάλη τιμή για εμένα, κάθε φορά που ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο κ. Μιχάλης Κασσωτάκης, μου εμπιστεύεται κάποιο υπό έκδοσιν βιβλίο του, ζητώντας την άποψή μου. Έτσι και τώρα, θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο, να έχω στα χέρια μου το ανέκδοτο ακόμα βιβλίο του «Αθιβολές και Θύμησες», στο οποίο περιέχονται οι προσωπικές του αναμνήσεις από το Λασίθι των παιδικών του χρόνων.

Ο σκοπός μιας τέτοιας πρόωρης ανάγνωσης, όπως ο ίδιος μου είπε, ανάγεται στο να σχηματίσει ο ίδιος μία εικόνα, κατά πόσο ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να είναι ενδιαφέρον και προσιτό σε έναν άνθρωπο άλλης γενιάς, καθώς στο βιβλίο καταγράφονται ήθη, έθιμα και λαογραφικά στοιχεία άλλων εποχών. Επιπλέον, για να αποκτήσει μία αίσθηση, για το πόσο δυσνόητο μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο της πόλης, ένα βιβλίο που αναφέρεται σε έναν ιδιαίτερο τόπο, όπως είναι τα χωριά του οροπεδίου Λασιθίου στην Κρήτη, ειδικά στα σημεία όπου χρησιμοποιείται το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.

Η καταγωγή μου είναι από την Απείρανθο, ένα ορεινό χωριό της Νάξου. Το χωριό αυτό είναι επίτηδες δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη βλέπει και να μην φαίνεται από τη θάλασσα, για την αποφυγή των πειρατικών επιδρομών. Ως εκ τούτου, οι εικόνες που έχω αποκομίσει  από τον τόπο καταγωγής μου είναι, τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοιες με τις εικόνες από ένα οροπέδιο στην Κρήτη.

Παραστάσεις από την αγνή βουκολική ζωή, την καλλιέργεια της γης, τους ανεμόμυλους και τους νερόμυλους και την τραχιά πέτρα και τη θάλασσα, είναι διάχυτες μέσα στο είναι μου, σε βαθμό να λέω ότι, οι μόνοι άνθρωποι που θαυμάζω εξίσου με τους μεγάλους επιστήμονες και τους μεγάλους καλλιτέχνες είναι οι βοσκοί, οι γεωργοί και οι ψαράδες του τόπου μου.

Οι διηγήσεις των γονιών μου, και των παππουδολαλάδων[1] μου με έκαναν θεατή και κοινωνό μιας άλλης εποχής, μακρινής και δύσκολης, που όμως, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αποκτούσε στη συνείδησή μου μια διάσταση ονειρική. Η γλώσσα του τοπικού ιδιώματος μιλιόταν στο σπίτι μας από τους γονείς μου. Κι ήταν μια γλώσσα παρόμοια με τη γλώσσα της Κρήτης. Μια γλώσσα βαριά, με πολλούς ιδιωματισμούς και λέξεις, που προέρχονται από την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία καθώς, η Νάξος ήταν Ενετοκρατούμενη.

Για όλους αυτούς τους λόγους είχα, εξ αρχής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσω το νέο βιβλίο του καθηγητή Κασσωτάκη. Και δεν είχα άδικο, καθώς μέσα του ανακάλυψα πράγματα οικεία αλλά και διαφορετικά από αυτά που γνώριζα, γεγονός που με οδηγούσε αυτόματα σε παραλληλισμούς και αναζητήσεις.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν σε πολλά κεφάλαια οι διηγήσεις των ονείρων του. Αυτό δημιουργεί μια ποιητικότητα στο κείμενο διότι πάντοτε το όνειρο δίνει μία μεταφυσική διάσταση. Χωρίς να θέλω να κάνω οποιαδήποτε σύγκριση, απλώς, αναφέρω ενδεικτικά ότι, τα κορυφαία διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του κορυφαίου Σκιαθίτη συγγραφέα, που ύμνησε κι αυτός απ’ τη σκοπιά του τον τόπο και την ντοπιολαλιά της Σκιάθου, είναι εκείνα, όπου περιγράφεται κάποιο όνειρο.

Όμως η χρήση του ονείρου στις αφηγήσεις του κ. Κασσωτάκη είχαν για μένα μία διάσταση διαφορετική. Μια διάσταση όπως αυτές που επιτυγχάνει κινηματογραφικά ο μεγάλος σουρεαλιστής σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ. Στη συχνή σκέψη, "αν δε ζούσα σε αυτήν την εποχή που ζω, σε ποια εποχή θα ήθελα να ζήσω", και έχοντας ήδη εξηγήσει τη σχέση την πνευματική, αλλά και τη βιολογική, που έχω με βιώματα, όπως αυτά που περιγράφονται στο βιβλίο, δίνω την απάντηση: "Μία από τις εποχές που σίγουρα θα ήθελα να έχω ζήσει είναι η εποχή των παππούδων μου". Γι’ αυτό το λόγο, οι πραγματικές διηγήσεις του κ. Κασσωτάκη αποτελούν, ήδη,για εμένα ένα όνειρο. Άρα τα όνειρα, που μας αφηγείται σε ορισμένα κεφάλαια, είναι όνειρα μέσα στο δικό μου όνειρο.

Δεν θα κρύψω ότι, δυσκολεύτηκα πολύ να ολοκληρώσω την ανάγνωσή του βιβλίου. Όχι όμως για τους λόγους, που ο καθηγητής αρχικά νόμιζε. Αλλά, γιατί η συγκίνηση, που μου προκαλούσαν οι διηγήσεις αυτές ήταν τόσο έντονη, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης η υγρασία των ματιών δεν με άφηνε να προχωρήσω…



[1] Σύνθετη λέξη παππούδες και λαλάδες,
γιαγιάδες.