Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Αισχύλος


Αισχύλου Ευφορίονως θέλω να τραγουδήσω
Το άδοξο το τέλος του και να τ’ ανιστορήσω
(Ε)υτουνού που ήθελε γραφτεί στου μνήματος κολώνα
Γενναία πως πολέμησε στη Μάχη Μαραθώνα
Κι όχι του πνεύματος κορφές, όχι καρδιάς τα πάθη
Και πως τα εξερεύνησε στης τραγωδίας τα βάθη

«Επτά επί Θήβας», «Πέρσες» μα και «Προμηθεύ Δεσμώτη»
Μες στην «Ορέστεια» έκλεισε όλη την ανθρωπότη
Για Ευριπίδη, Σοφοκλή σπουδή κάλλους απείρου
Μα και του Γκαίτε διδαχή όπως και του Σαιξπήρου
«Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει»,
«Τη γλώσσα βόδι μου πατά», που τη μιλιά έχει κλείσει
Στίχος που αν κατανοείς τον νου σου συνεφέρει
Κι είν’ του Αισχύλου και οι δυο (και όχι του Σεφέρη)

Όμως το τέλος του ανδρός με το υψηλό το ήθος 
Φαντάζει τόσο απρόβλεπτο όπως Αισώπου μύθος
Γιατί ήταν η κακιά στιγμή που ‘κανε τον Αισχύλο
Ν’ αφήσει τη στερνή πνοή στ’ αμπέλι σαν τον σκύλο

Ένας αϊτός καθότανε ψηλά σε μια κοτρώνα
Κι αντίκρυσε τη λεία του, λαγό και μια χελώνα
Μες στο μυαλό του ζύγιασε για πούθε να τραβήξει
Κι εν τέλει του γοργού λαγού χαρίστηκε να ζήσει
Το πρόβλημα που του ‘μενε να λύσει: «πώς θα βγάλει 
απ’ το καβούκι το ψαχνό και όχι το κεφάλι»
Γι’ αυτό τ’ όστρακο γράπωσε με τα γαμψά του πόδια
Κι από ψηλά τ’ αμόλησε στα μαρμαρένια αλώνια

Στο μεταξύ ο Ποιητής στη φύση περπατούσε
Του Βάκχου και τ’ Απόλλωνα τα ήθη κοινωνούσε
Γι’ αυτό ενός άγριου αετού μάζεψε το φτερό του
Να γρατζουνίζει τις χορδές κι όχι τον πάπυρό του
Ήθελε το λαγούτο του με το φτερό ν’ αρπίζει
Στίχους του «Αγαμέμνονα» να σιγοτραγουδίζει
Κι όπως εσυλλογίζονταν χαϊδεύοντας το γένι
Κανένας δεν επρόβλεπε τι έμελλε να γένει
Πάνω εις το δοξαπατρί εδέχθη μια χελώνα
Κι ήταν το χτύπημα ταχύ τόσο που δεν επόνα
Απ’ την πληγή ξεχύθηκε αίμα που κάνει τράφο
Του Χάροντ’ η λαβωματιά τον έστειλε στον τάφο
Το τέλος μοιάζει τραγικό, δράμα που ο νους δε βάνει
Και κωμωδία ταυτόχρονα έργο τ’ Αριστοφάνη

Σαν από μηχανής θεός ο Ερμής του Πραξιτέλη
Πλήρωσε για τον Ποιητή του Αχέροντα τα τέλη
Κι όσο θρηνούσε που μισό το έργο του θ’ αφήσει
Ο ταχυδρόμος ο Ερμής έκανε να ρωτήσει:
«Εσύ που κοκορεύγουσου για Μαραθώνια άλση
Πίστευγες πως οι άνθρωποι κι από χελώνα πάσι;»
«Λες να ‘χε δίκιο τελικά ο νέος της Σιδώνος
Για την αξία του έργου σου που δεν σε πήρε ο πόνος;»

Ο Ερμής συνέλεξε μετά το καύκαλο απ’ τη χέλυ
Χορδές της πέρασε, γλυκά να τραγουδεί σαν μέλι
Τη στόλισε με κέρατα έντερα ν’ αναρτούνται
Με δέρματα το έντυσε στον ήχο να δονούνται
Κι έφτιαξε με τα όργανα ζώων νεκρών τη Λύρα
Και η ψυχή του Ποιητή της όρισε τη μοίρα 


*(Το στιχούργημα ξεκινά όπως το γνωστό επίγραμμα του Αισχύλου το οποίο φημολογείται πως ήθελε να γραφτεί στο μνήμα του: «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος» και σημαίνει «Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα· για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά».
Ότι εμφανίζεται σε εισαγωγικά μέσα στο στιχούργημα αποτελεί είτε τίτλο τραγωδίας του Αισχύλου, είτε στίχο από τραγωδία, είτε οι σκέψεις του αετού ή τα λόγια του Ερμή. Σε ότι αφορά τα λόγια αυτά, ο νέος της Σιδώνος παραπέμπει στο γνωστό ποίημα του Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος» και αφορά στο παραπάνω επίγραμμα: 
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον», το «Mαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·
«Α δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες
Δώσε - κηρύττω - στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό -
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας - και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.»
Τέλος, αφού έχουν αξιοποιηθεί στοιχεία της δημοτικής στιχουργίας καθώς και στοιχεία μεταγενέστερης εποχής, ως σχήματα πρωθύστερα, όπως το «δοξαπατρί» και το «λαγούτο», η εισαγωγή του από μηχανής θεού, σημαντικό στοιχείο της Αττικής Τραγωδίας, εξυπηρετεί στο να συζεύξουμε τον μύθο του θανάτου του Αισχύλου με τον μύθο της κατασκευής της Λύρας).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου