Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

Η μυθολογία των αστερισμών

Στην παρακάτω δημοσίευση εξιστορούνται με έμμετρο τρόπο οι μύθοι γύρω από τους αστερισμούς. Σε κάθε μία από τις έμμετρες αυτές εξιστορήσεις αναφέρονται και εμπλέκονται πολύ περισσότεροι αστερισμοί από αυτούς που αναφέρει ο τίτλος. Γι' αυτό οι εν λόγω αστερισμοί έχουν τονιστεί με πιο έντονη γραμματοσειρά για να γίνουν διακριτοί όπως και κάποια άλλα σημαντικά ουράνια σώματα. Η μοναδική αφήγηση που δεν έχει τίτλο αστερισμού είναι η τελευταία η οποία μιλάει για τον Αμέρικο Βεσπούτσι στον οποίο χρεώνεται η ανακάλυψη του Σταυρού του Νότου και των Α και Β του Κενταύρου. 







Βόρειος Στέφανος

Βορείου Στεφάνου αστερισμός του Ήφαιστου καμάρι

χρυσοελατοποίκιλτος με το μαργαριτάρι 

Στην Αριάδνη εδώρισε ο Βάκχος μιαν ημέρα

Όταν σε γάμο γύρεψ’ ο θεός τη θυγατέρα

 Εν τέλει τη νυμφεύθηκε στης Νάξου τα παλάτια

Που τά ‘δερναν τα κύματα και τρώγαν τα αλάτια


Φερμένη ήρθε σε σκαρί με μαύρη τη μαΐστρα

Αυτή του Μίνωα παιδί, στο χέρι η κουβαρίστρα

Στη νήσο την παράτησε ο βασιλιάς Θησέας

Κι έφυγε νύχτα μην τον δει κι επνίγη ο Αιγέας

 

Η τελετή εγίνη με παπά και με κουμπάρο

Κι εκδρομή γαμήλια σχεδιάζαν στην Πάρο

Μετά τον γάμο η Αγνή τ’ άνθη δισκοβολάει

Ως είθισται κι όποια τα βρει ώρα καλή αρχινάει

Μα ‘κείνο εκσφενδονίσθηκε με τ’ Ήφαιστου την ώση

Όλοι να το θαυμάζουνε ψηλά όταν νυχτώσει


Το Α΄ του το λαμπερό στο ουράνιο τούτο στέμμα

Κάποιοι λαοί εθέλησαν να το καλούνε Γκέμμα

Αυτή η κορόνα η χρυσή στου ουρανού τη σκήτη

Έχει κι έν’ άστρο υπέρλαμπρο. Το λένε Μαργαρίτη.




Δίδυμοι

Όποτε ο Δίας ‘ρέγονταν μια συνουσία μύχια

Σαν μάγος όψη άλλαζε απ’ την κορφή ως τα νύχια

Γι’ αυτό και πήρε τη μορφή του Κύκνου στον Ευρώτα

Και με τη Λήδα ταίριαξε στη σάρκα και στα χνώτα

 

Απ’ την περίπτυξη αυτή γεννήθη η Ελένη

Των Έριδων η πι’ όμορφη σε όλη την οικουμένη

Κι οι Δίδυμοι οι Διόσκουροι λεβέντες δύο μέτρα

Που μάσαγαν τα σίδερα και στίβανε την πέτρα

 

Εβοηθήσαν την Αργώ τούτοι οι δυο ρηγάδες

Να διαβεί σαν αετός όλες τις συμπληγάδες

Προστάτες είν’ των ναυτικών στου πόντου τις ορέξεις

Ο Κάστορας σηματωρός στ’ άρμενα ο Πολυδεύκης

 

Το όργανο το μαγικό του Ορφέα έχουν πάντα

Σαν χάρτη στα ταξίδια τους και σαν μικρό Εξάντα

Γι’ αυτ’ όταν άστρα γίνανε στον ουρανό τον μέγα

Στη Λύρα αντίκρυ κάθισαν και τον λαμπρό τον Βέγα



Ηρακλής

 

Δώδεκα είν’ τα ζώδια, κι οι άθλοι δώδεκα ‘ναι

Που έκανε ο Ηρακλής χιλιάδες χρόνοι πάνε

 

Τα φίδια πήγε κι έπνιξε κι ας ήτανε στην κούνια

Γιατί ο Δίας έφερε την Ήρα ως τα μπούνια

 

Έπειτα σκόρπισε η θεά στον ουρανό το γάλα

Κι ο Γαλαξίας γίνηκε με τ’ άστρα τα μεγάλα

 

Πάντοτε διάλεγε να μπει στης Αρετής τον δρόμο

Ο Ηρακλής το κλέος του είχε άγραφο νόμο

 

Τον Λέοντα θανάτωσε τον τρόμο στη Νεμέα

Τις Στυμφαλίδες όρνιθες, την Ύδρα τη Λερναία

 

Η Ήρα του ‘στειλε εκεί για να τον εμποδίζει

Κάβουρα γιγαντόσωμο που δαγκαμιές καθίζει

 

Του είχε για τη γούνα του ράμματα και θυσίες

Γιατί τέκνα παιδεύουσι γονέων αμαρτίες

 

Μ’ αφού με μία ροπαλιά ευρέθη σκοτωμένος

Σαν άστρο ουρανεύτηκε Καρκίνος φωτισμένος

 

Τα βόδια έκλεψε μετά αυτά του Γηρυόνη

Της Αμαζόνας λάβαρο, της Ιππολύτης Ζώνη

 

Μέσα στα κατορθώματα διά τον Ευρυσθέα

Στον Καύκασο λευτέρωσε ως και τον Προμηθέα

 

Έπειτα ξεκαθάρισε την κόπρο του Αυγεία

Την τέχνη μας  εδίδαξε για τα υδραγωγεία

 

Τον Άτλαντα ξεγέλασε και του ‘δωσε τον θόλο

Εκείνον τον ουράνιο στους ώμους φέρει όλο

 

Επήρε πίσω τα χρυσά μήλα των εσπερίδων

Στην Αθηνά παρέδωσε στην χώρα των Ατρείδων

 

Ακόμα και στον Άδη τον απρόσιτο μετέβη

Της Περσεφόνης μίλησε που εκεί διαφεντεύει

 

Μετέφερε τον Κέρβερο στο φως της Γης εν τάχει

Την ώρα που η Παρθένος εβαστούσε ένα Στάχυ

 

Απάντηξε τον κάβουρα που είχε θανατώσει

Στην πύλη του Αιγόκερου του Κάτω Κόσμου γνώση

 

Δώδεκα ειν’ τα ζώδια δώδεκα ειν’ κι οι άθλοι

Ολόλαμπροι αστερισμοί στον ουρανό οι Ηράκλειοι

 

Δώδεκα τ’ ωροσκόπιου κι οι νότες των οκτάβων

Το μουσικό αλφάβητο ουράνιων αστρολάβων





Κόμη της Βερενίκης

 

Ήτανε ένας βασιλιάς κάποτε στην Κυρήνη

Δεν κάτεχε από πόλεμους, μονάχα την ειρήνη

Είχε μια κόρη όμορφη, μια γαϊτανοφρύδα

Πού ‘χε την κόμη πλούσια πιασμένη σε κοτσίδα

Έτσι όταν ήταν ξέπλεκη μπροστά από τον ώμο

Αρμονικά την άρπιζε σαν τον ουράνιο νόμο

Ως κόρδες συμπαθητικές που η μια δονεί την άλλη

Κι αέναα τροφοδοτούν του σύμπαντου την πάλη

 

Προξενητάδες ήρθανε μ’ ασήμια και μετάξια

Και γύρεψαν την όμορφη, τη συνετή και άξια

Ο Ευεργέτης Φαραώ γενιά των Πτολεμαίων

Τη Βερενίκη ζήτησε εις γάμο βασιλέων

Σαράντα δυο μερόνυχτα επίναν και γλεντούσαν

Για τους αυτοκρατορικούς του γάμους τραγουδούσαν

 

Την επομένη ήρθανε από τη Βαβυλώνα

Κακά μαντάτα πού ‘λεγαν για πτώση προμαχώνα

Και βρέθηκε να πολεμά στον Τίγρη, στον Ευφράτη

Ο νιος, αντί να γεύεται συζυγικό κρεββάτι

Την χρυσομάλλα άφησε με κόμπο μεσ' στο στήθος

Πίκρα που δεν τη νιώθουνε οι βασιλείς συνήθως


Όμως τι σόι συνετή θά 'ταν αν δεν μπορούσε

Αβάντα νά 'χει των θεών για'κείνο π' αγαπούσε

Γι' αυτό επήγε κι έκανε στην Ίσιδα ένα τάμα 

Για να γυρίσει αβλαβής ο Πτολεμαίος Γ΄

Της έταξε την κόμη της να της την εδωρίσει

Αν απ’ τη μάχη ζωντανός ο σύζυγος γυρίσει

Έτσι κι εγένη. Επέστρεψε με τρόπαια και νίκη

Και χόρτασε στις αγκαλιές μετά τη Βερενίκη

 

Όμως η κόρη άκουγε των τύψεων τους ήχους

Και στον βωμό απόθεσε ολόξανθους βοστρύχους

Δεν πέρασε μερόνυχτο κι αυτή καπνός εγίνη

Η ολόχρυση αλαγοουρά κι έσπειρε την οδύνη

 

Βρέθηκε τότε νεαρός φερμένος απ’ τη Σάμο

Που τ’ άστρα μέτραγε ψηλά του ουρανού την άμμο

Κόνωνα τον ελέγανε κι είπε πως εντοπίσθη

Ένας λαμπρός αστερισμός. Κι ο Φαραώ επείσθη

Πως η θεά η Ίσιδα εκρέμασε στον θόλο

Της Βερενίκης το μαλλί αντίκρυ από τον πόλο

 

Έκτοτε διαδόθηκε στα πλοία της Φοινίκης

Παντοτινά να λέγεται Κόμη της Βερενίκης

Παντοτινά να λέγεται της Βερενίκης Κόμη

Έτσι τη μάθαμε κι εμείς, έτσι τη λένε ακόμη




Μικρή και Μεγάλη Άρκτος

Η Καλλιστώ η όμορφη η Νύμφη η παινεμένη

παρθένα ορκίστη πάντοτε στην Άρτεμη να μένει

Να κυνηγούν οι δυο μαζί στο δάσος με καμάρι

Θεριά και ζώα άγρια με όπλο το δοξάρι

 

Μα ο Δίας ερωτεύτηκε της Καλλιστού τα κάλλη

Και μ’ ένα δόλιο τέχνασμα την πήρε στην αγκάλη

Μέσα στη γάστρα έσπειρε τη θεϊκή σπορά του 

Κι ένα μωρό γεννήθηκε, Αρκάδας τ όνομά του

 

Σαν είδαν όμως οι θεές Αρτέμιδα και Ήρα

Την προδοσία του Διός, της Καλλιστού την ήρα

Από κοινού την εύμορφη σ’ αρκούδα μετατρέψαν

Και το μικρό το σπλάχνο της βίαια αποπέμψαν

 

Τότε μια κόρη λυγερή, η Μαία η Πλειάδα

Ευθύνη ευθύς ανέλαβε να σώσει τον Αρκάδα

Τον φάσκιωσε, τον βύζαξε με μέλι έρανέ τον

Μέχρι που άντρας έγινε κι ουδείς παράβγαινέ τον

 

Η Καλλιστώ στο μεταξύ στα δάση σαν αρκούδα

Έψαχνε να βρει το παιδί μα ‘χε ελπίδα φρούδα

Που όταν ξάφνου μια φορά ο Αρκάδας μπρος της βρέθη

Τρέχει με μητρική στοργή μα εκείνος αγριεύθη

 

Το όμορφο ρηγόπουλο σαν ένιωσε το τέλος

Πήρε απ’ τη φαρέτρα του θανατηφόρο βέλος

Μα ο Δίας τα καθέκαστα έτυχε κι εθώρειε

Μητροκτονία απέτρεψε με τρόπο που εμπόρειε


Του Αρκάδα έδωσε μορφή της πιο Μικρής της Άρκτου

Κι ευθύς εξανεμίστηκε ο φόβος του ανυπάρκτου

Αμέσως τότε το μικρό τη μάνα του θυμήθη

Και μέσα στην αγκάλη της ολόψυχα εχύθη

 

Μεγάλη Άρκτος και Μικρή λάμπουν φεγγοβολούνε

Στον ουρανό αγάλματα το μύθο εξιστορούνε

Μεγάλη Άρκτος και Μικρή λάμπουνε την εσπέρα

Τους ναυτικούς καθοδηγούν με Πολικό Αστέρα









Περσέας και Ανδρομέδα

Περσέα τον ελέγανε τον ξακουστό ιππότη

Που ίππευε τον Πήγασο και τρέμανε οι τόποι

 

Κι είχε μαζί του πάντοτε μια κεφαλή κομμένη

Της Μέδουσας που όποιος τη δει μαρμαρωμένος μένει

 

Περνώντας μία ταχινιά απ’ την Αιθιοπία

Την Ανδρομέδα απάντηξε σε βράχου αιχμαλωσία

 

Ο βασιλιάς πατέρας της Κηφέας ξακουσμένος

Του Ποσειδώνα έταξε γιατ’ ήταν θυμωμένος

 

Η Κασσιόπη η μάνα της τον είχε εξοργίσει

Που ‘πε πως είν’ πιο όμορφη απ’ όλες μέσ’ στη χτίση

 

Την Ανδρομέδα τάξανε στον Δράκοντα θυσία

Που είχε σπείρει το λοιμό σ’ όλη την πολιτεία

 

Μα μια ματιά της έφτανε να κάνει τον Περσέα

Με του έρωτα τη σαϊτιά να σώσει την ωραία

 

Από τα δόντια του θεριού, χωρίς να χύσει αίμα

Άλατος στήλη το ‘φηκε στης Μέδουσας το βλέμμα

 

Καβάλα φύγανε μαζί στο φτερωτό το άτι

Με προορισμό της Σέριφου το πλουμιστό παλάτι

 

Εκάμανε απόγονους ψηλούς σαν κυπαρίσσι

Κι όπου πατούσε ο Πήγασος ξεφύτρωνε μια βρύση

 

Τέλος εζήσαμε καλά όπως στα παραμύθια

Κι αυτοί καλύτερα ψηλά να λέγεται η αλήθεια





Υδροχόος

Τον νεαρό τον εύμορφο κι ωραίο Γανυμήδη

Πολλοί τον ελιμπίστηκαν ακόμα και οι Μήδοι

Τον εθωρούσαν τον βοσκό πώς άρμεγε τα ζα του

Κι όνειρα κάνανε πολλά για τα θωπεύματά του

Μ’ αυτός μονάχος άραζε κι έπαιζε τον αυλό του

Στη φαντασία οργίαζε το ίνδαλμα τ’ άυλό του

Γι’ αυτό κι ο Δίας ο Αετός τον έχρησ’ Υδροχόο

Και απολάμβανε συχνά έν’ άγγιγμά του αθώο

Καθώς του ζήτα πάντοτε στο στόμα του να χύνει

Νέκταρ γλυκόπιοτο κρασί απ’ το φλασκί να πίνει

Μα η Ήρα τους ετσάκωσε στα πράσα μία νύχτα

Τον ερωμένο έκανε αστερισμό που αλύχτα

Και γλίτωσ’ απ’ το κέρατο που ο Δίας της φορούσε

Και που δεν τού ‘καν’ αίσθηση εκείνη να κοιτούσε

Κι αφού τον νιο ανάγκασε να φύγει απ’ την αυλή του

Ο Ζευς ψηλά τον θαύμαζε κι εβάρα τη βροντή του


Ωρίων

Ο Ωρίωνας ο κυνηγός παιδί του Ποσειδώνα

Που αλαφροπάτιε στον αφρό δίχως να βρέχει γόνα

Είχε για σύντροφο καλό απ’ τα κυνηγόσκυλά του

Τον Σείριο που σήκωνε τις πέρδικες του βάλτου

 

Όταν επούλησε έρωτα στην κόρη την Πλειάδα

Μερόπη την ελέγανε κι είχε άστρο κι ομορφάδα

Στη θάλασσα τον πέταξαν τυφλό και δεν εθώρα

Μα ο Ήφαιστος τον έσωσε δεν του ‘χε έρθει η ώρα

 

Κι ήβρε το φως του στα ξανά κι ήρχιψε και κυνήα

Και καύχουντανε φωναχτά που θύμωσαν τα θεία

Πως τίποτ’ απ’ τα βέλη του ποτέ του δεν γλιτώνει

Κι ήτονε αυτή η πίστη του Ύβρις που θανατώνει

 

Γιατί του έπεμψε η  Γη Σκορπιό και δολοφόνο

Η Νέμεσις στο καύχημα κι έφερε μέγα πόνο

Που αντάριασε στο δάγκωμα που δέχθη στο ποδάρι

Φλόγα μιας κόκκινης πληγής καυτής σαν τον Αντάρη

 

Σαν έμαθε ο Ασκληπιός τ’ Ωρίωνα το τραύμα

Μολόχες πήγε κι έβρασε βότανα για το γιάμα

Μα ο Δίας θύμωσε θνητός πού ‘χωθη σε έργο άριστο

Και μετατρέπει το ιατρό στο Οφιούχο άστρο

 

Ομοίως μεταμόρφωσε σε Πτολεμαίου χάρτη

Ωρίωνα και τον Σκορπιό τον έβαλε στην άκρη

Έτσι καταστερίσθηκαν στα ουράνια δυο σκέλη

Ότι να δύει ο Ωρίωνας, Σκορπιός να ανατέλλει






Αμέρικο Βεσπούτσι

 

Το όνομά σου έδωσες στη χώρα του Κολόμβου

Τα κύματα σαν άκουγες με το αφτί του στρόμβου

Είπες για την υδρόγειο κυρτή πως είναι σφαίρα

Αφού επιστρέφεις πάντοτε σαν φως νύχτα και μέρα

 

Αμέρικο, Αμέρικο, Αμέρικο Βεσπούτσι

Όλον τον Κόσμο έφαγες και βρήκες το κουκούτσι

Αμέρικα, Αμέρικα, Αμέρικα λατίνα

Σάμπα χορεύει η Μπραζίλ, Τάνγκο η Αρζεντίνα

 

Λένε πως ανακάλυψες και τον Σταυρό του Νότου

Γιατί τ’ άστρα του λάμπανε σαν φάροι κάποιου πόρτου

Το Α΄ εντόπισες μετά, το Β΄ του Κενταύρου

Ήλιων το φως ταξίδευε χιλιάδες χρόνοι να ‘βρου(ν)

 

Αμέρικο, Αμέρικο, Αμέρικο Βεσπούτσι

Τα άστρα κρυφοκοίταγες σαν μέθαγαν οι μούτσοι

Αμέρικα, Αμέρικα, Αμέρικα λατίνα

Ίκνκας και Μάγιας νίκησαν του χρόνου την πατίνα

 

Όπως γυρίζει ο μουσικός με σκάφος το ηχείο

Κι όλον τον κόσμο αισθάνεται δικό του και οικείο

Παρόμοια έφτασες κι εσύ με σκάφος μια γαλέρα

Στου Μαγγελάνου τον πορθμό κι ακόμη παραπέρα

 

Αμέρικο, Αμέρικο, Αμέρικο Βεσπούτσι

Τον Κόσμο βόλτα έφερες, δεν έλιωσες παπούτσι

Αμέρικα, Αμέρικα, Αμέρικα λατίνα

Στις Άνδεις οι Αμαζόνες σαιτεύουν μιαν ακτίνα





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου