Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

Η θεά Δήμητρα












Α.

Η Δήμητρα, στις απαρχές της πρώτης κοινωνίας

Στην ανθρωπότη εδίδαξε την Τέχνη της γεωργίας

 

Τους έμαθε με το υνί πώς να ξανοίγουν ρείθρα

Να οργώνουν, να ποτίζουνε τούτης της γης τη μήτρα

 

Να σπέρνουν μ’ εγκαρτέρηση, να δρέπουν, να θερίζουν

Όπως Έρως και Χάροντας την ύπαρξη ορίζουν

 

Από τον σπόρο του σταχιού φρόντισε να εφεύρει

Πως με του μύλου το άλεσμα παράγεται τ’ αλεύρι

 

Μύλο που κίνα η δύναμη του Αιόλου ο αγέρας

Όπως ωθεί και τα σκαριά στων θαλασσών το πέρας

 

Με το νερό τους έμαθε της ζύμης την ουσία

Και να την ψήνουν στη φωτιά επάνω απ’ την εστία

 

Έτσι παρήχθη το ψωμί γενιές για να σιτίζει

Ευλογημένο αγαθό ποτέ να μην σπανίζει

 


 

Β.

Μια θυγατέρα απέκτησε κόρη μοναχοκόρη

Του νήλιου φως δεν έβλεπε, κανείς δεν την εθώρρει

 

Την έλουζε, τη χτένιζε στο φως απ’ τη Σελήνη

Μα ο Χάρος ερωτεύτηκε την ομορφιά εκείνη

 

Γιατ’ ήτονε πεντάμορφη κόρη η Περσεφόνη

Κλεισμένη όμως στην κάμαρη ένιωθε τόσο μόνη

 

Ώσπου μιαν άραχνη βραδιά, νύχτα χωρίς φεγγάρι

Ενέδωσε στον έρωτα του μαύρου καβαλάρη

 

Πίσω του την εκάθισε στη σέλα του αλόγου

Τον έρωτα να ζήσουνε μακριά του παραλόγου

 

Θύμωσ’ η Δήμητρα μ’ ευτό πού ‘καμε ο αδερφός της

Όταν την κόρη τσ’ ήπηρε, το άστρο και το φως της

 

Τον Πλούτωνα τον βασιλιά εγύρεψε, τον Χάρο

Τον Κέρβερο προσπέρασε στην πύλη των Μακάρω(ν)

 

Η Περσεφόνη πρόλαβε εκείνη να μιλήσει

Και με το θηλυκό μυαλό τους έδωσε τη λύση

 

Επρότεινε να βρίσκεται και τήρησε ως τάμα

Μισή χρονιά στον άντρα της, μισή πάνω στην μάνα

 

Γιατ’ ειν’ της κόρης η φυγή που φθίνει την οπώρα

Δεν είν’ του Ήλιου πρόβλημα σαν φέγγει λίγη ώρα

 

Μα και η ευδοκίμηση όλης της γης, το θέρος

Ευθύνη έχει δι’ αυτό της Δήμητρας ο έρως

 

Γιατί γυρνά η κόρη της ξανά στο φως της μέρας

Και ευλογούνται τα σπαρτά μοσχοβολά ο αέρας

 


 

Γ.

Έναν ναό ανέγειραν για να την ετιμήσου(ν)

Μέσ’ στις Κυκλάδες, κεντρικά της πιο μεγάλης νήσου

 

Στη Νάξο πού ‘χε απόθεμα του πιο εκλεκτού μαρμάρου

Σμιλέψαν πρωτομάστορες της Τήνου και της Πάρου

 

Στο Νότο τον εστρέψανε ο νήλιος να φωτίσει

Καθ’ όλη την πορεία του απ΄ την αυγή ως τη δύση

 

Δεν τον εχτίσαν με σκαλιά ψηλά πάνω σε δώμα

Θέλαν στη γη να ακουμπά και να πατά στο χώμα

 

Καμπυλωτής μηχανικής και με λιτή ζωφόρο,

Με κίονες ιωνικούς σα δέντρο οπωροφόρο

 

Τον κάμανε τετράγωνο και όχι επιμήκη

Κι έχει τον Spica δεξιά, ζερβά έχει τη Φοινίκη

 

Κι έτσι εσυμβολίσανε την Περσεφόνη νά ‘χει

Στο ένα χέρι φοίνικα και στ’ άλλο ένα στάχυ

 

Τετραγωνίστηκε λοιπόν ο κύκλος ο ετήσιος

Μ’ ένα ναό καμπυλωτό π’ όμως φαντάζει ίσιος



Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Οι 9 Μούσες


Ο Όμηρος σαν έγραφε μια ιστορία νέα

Επίκληση απηύθυνε στις Μούσες τις εννέα

 

Στην Καλλιόπη ειδικά εις τα Πιέρια Όρη

Του έπους την προστάτιδα, την πιο ωραία κόρη

 

Οι άλλες Μούσες ήτονε Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια

Κλέος και τέρψη θάλλουνε σ’ Ολύμπου γη ενάλια

 

Η Ερατώ, η Πολύμνια μα και η Μελπομένη

Μ’ άσματα υμνούνε την καρδιά και τσοι ερωτευμένοι

 

Της ιστορίας, του αυλού μα και της κωμωδίας

Του έρωτα, του ιερού μα και της τραγωδίας

 

Ηγέτιδα ήταν του χορού η Τερψιχόρη η μούσα

Χορεύγανε και στσοι χαρές αλλά κι όταν πενθούσα(ν)

 

Η τελευταία κι η στερνή ήταν η Ουρανία

Της Τέχνης γέφυρα με τη Συμπαντική Αρμονία

 

Γνώριζαν τη συγγένεια πού ‘χανε οι πλανήται

Με της χορδής το άρπισμα π’ αρχεύγει να δονείται

 

Του Δία κόρες ήτονε από τη Μνημοσύνη

Που τσ’ έλουζε και χτένιζε ψηλά στην Iπποκρήνη

 

Τη βρύση π’ αποκάλυψε εκεί στον Ελικώνα

Ο Πήγασος σαν χτύπησε τις δυο οπλές στο χώμα

 

Ο Απόλλωνας τους όριζε τη μουσική τους μοίρα

Ήταν μαέστρος άριστος στο κέντρο με τη λύρα

 

Κι αυτές ήταν τριγύρω του στης όρχησις το σχήμα

Της αχιβάδας μίμηση ότι ν’ ακούς το κύμα

 

Εσέρναν τα δοξάρια τους στις κόρδες τους με οίστρο

Και πνέανε μες στους αυλούς και βάραγαν το σείστρο

 

Έτσι παρουσιάστηκαν στους γάμους του Πηλέα

Π’ έσμιξε με τη Θέτιδα, τη μάνα τ’ Αχιλλέα

 

Ακόμα και για την ταφή σύρανε το δοξάρι

Στην φτέρνα σαν τον λάβωσε η σαϊτιά του Πάρι

 

Τις εξυμνήσαν Ποιητές όπως κανέναν άλλο

Και είν’ αυτό το γεγονός πράγμα πολύ μεγάλο

 

Ο Σολωμός πού ’δε βιολιά σαν φοίτα στην Κρεμόνα

Την Ουρανία ύμνησε, τ’ άστρα λαμπρά και μόνα

 

Του Γαλιλαίου ο κύρης μες στη δίνη τω Συμπάντω

Με της «Καλλιόπης» την ωδή γέννησε το bel canto

 

Υπήρξαν κι άλλοι. Κι εγώ, δίχως το άγγιγμά τους

Πενία κατεργάζεται τας Τέχνας στ’ όνομά τους


Κι αν όλα τούτα άρχοντες δεν είν' του ορισμού σας

Πηγαίντε και διαβάσετε του Κάλβου το "Εις Μούσας"