Α.
Η Δήμητρα, στις απαρχές της πρώτης κοινωνίας
Στην ανθρωπότη εδίδαξε την Τέχνη της γεωργίας
Τους έμαθε με το υνί πώς να ξανοίγουν ρείθρα
Να οργώνουν, να ποτίζουνε τούτης της γης τη μήτρα
Να σπέρνουν μ’ εγκαρτέρηση, να δρέπουν, να θερίζουν
Όπως Έρως και Χάροντας την ύπαρξη ορίζουν
Από τον σπόρο του σταχιού φρόντισε να εφεύρει
Πως με του μύλου το άλεσμα παράγεται τ’ αλεύρι
Μύλο που κίνα η δύναμη του Αιόλου ο αγέρας
Όπως ωθεί και τα σκαριά στων θαλασσών το πέρας
Με το νερό τους έμαθε της ζύμης την ουσία
Και να την ψήνουν στη φωτιά επάνω απ’ την εστία
Έτσι παρήχθη το ψωμί γενιές για να σιτίζει
Ευλογημένο αγαθό ποτέ να μην σπανίζει
Β.
Μια θυγατέρα απέκτησε κόρη μοναχοκόρη
Του νήλιου φως δεν έβλεπε, κανείς δεν την εθώρρει
Την έλουζε, τη χτένιζε στο φως απ’ τη Σελήνη
Μα ο Χάρος ερωτεύτηκε την ομορφιά εκείνη
Γιατ’ ήτονε πεντάμορφη κόρη η Περσεφόνη
Κλεισμένη όμως στην κάμαρη ένιωθε τόσο μόνη
Ώσπου μιαν άραχνη βραδιά, νύχτα χωρίς φεγγάρι
Ενέδωσε στον έρωτα του μαύρου καβαλάρη
Πίσω του την εκάθισε στη σέλα του αλόγου
Τον έρωτα να ζήσουνε μακριά του παραλόγου
Θύμωσ’ η Δήμητρα μ’ ευτό πού ‘καμε ο αδερφός της
Όταν την κόρη τσ’ ήπηρε, το άστρο και το φως της
Τον Πλούτωνα τον βασιλιά εγύρεψε, τον Χάρο
Τον Κέρβερο προσπέρασε στην πύλη των Μακάρω(ν)
Η Περσεφόνη πρόλαβε εκείνη να μιλήσει
Και με το θηλυκό μυαλό τους έδωσε τη λύση
Επρότεινε να βρίσκεται και τήρησε ως τάμα
Μισή χρονιά στον άντρα της, μισή πάνω στην μάνα
Γιατ’ ειν’ της κόρης η φυγή που φθίνει την οπώρα
Δεν είν’ του Ήλιου πρόβλημα σαν φέγγει λίγη ώρα
Μα και η ευδοκίμηση όλης της γης, το θέρος
Ευθύνη έχει δι’ αυτό της Δήμητρας ο έρως
Γιατί γυρνά η κόρη της ξανά στο φως της μέρας
Και ευλογούνται τα σπαρτά μοσχοβολά ο αέρας
Γ.
Έναν ναό ανέγειραν για να την ετιμήσου(ν)
Μέσ’ στις Κυκλάδες, κεντρικά της πιο μεγάλης νήσου
Στη Νάξο πού ‘χε απόθεμα του πιο εκλεκτού μαρμάρου
Σμιλέψαν πρωτομάστορες της Τήνου και της Πάρου
Στο Νότο τον εστρέψανε ο νήλιος να φωτίσει
Καθ’ όλη την πορεία του απ΄ την αυγή ως τη δύση
Δεν τον εχτίσαν με σκαλιά ψηλά πάνω σε δώμα
Θέλαν στη γη να ακουμπά και να πατά στο χώμα
Καμπυλωτής μηχανικής και με λιτή ζωφόρο,
Με κίονες ιωνικούς σα δέντρο οπωροφόρο
Τον κάμανε τετράγωνο και όχι επιμήκη
Κι έχει τον Spica δεξιά, ζερβά έχει τη Φοινίκη
Κι έτσι εσυμβολίσανε την Περσεφόνη νά ‘χει
Στο ένα χέρι φοίνικα και στ’ άλλο ένα στάχυ
Τετραγωνίστηκε λοιπόν ο κύκλος ο ετήσιος
Μ’ ένα ναό καμπυλωτό π’ όμως φαντάζει ίσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου